
Διαμαρτυρία στο Μεξικό για τη ρύπανση της θάλασσας από τη γιγαντιαία διαρροή πετρελαίου της BP
Ο παγκόσμιος ανταγωνισμός, γράφει ο Ν. Μουζέλης, και η επιδίωξη μεγιστοποίησης του κέρδους οδηγούν στη μη τήρηση κανόνων προστασίας του εργατικού δυναμικού και του περιβάλλοντος, ενώ η καταναλωτική κουλτούρα δημιουργεί σε πλατιά στρώματα αυταπάτες για τη σκληρή οικονομική πραγματικότητα.
Ο παγκόσμιος ανταγωνισμός, γράφει ο Ν. Μουζέλης, και η επιδίωξη μεγιστοποίησης του κέρδους οδηγούν στη μη τήρηση κανόνων προστασίας του εργατικού δυναμικού και του περιβάλλοντος, ενώ η καταναλωτική κουλτούρα δημιουργεί σε πλατιά στρώματα αυταπάτες για τη σκληρή οικονομική πραγματικότητα.
[…]Αυτό που αποτελεί ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του σημερινού παγκόσμιου συστήματος είναι, πρώτον, η χωρική του έκταση, το γεγονός ότι έχει πλήρως ενσωματώσει όλες τις γεωγραφικές περιοχές του κόσμου· και, δεύτερον, το πέρασμα από την παγκόσμια παραγωγή αγαθών στην παραγωγή υπηρεσιών (και ειδικότερα χρηματοπιστωτικών). Αυτές οι νέες εξελίξεις είναι αποτέλεσμα τεράστιων προόδων στην ηλεκτρονική τεχνολογία, οι οποίες επέφεραν τη «συμπίεση του χώρου και του χρόνου» και τον γοργό σχηματισμό αυτού που αποκαλείται «παγκόσμιο χωριό».
Αν τώρα εξετάσει κανείς την απόδοση του σημερινού παγκόσμιου οικονομικού συστήματος, είναι αναμφισβήτητο ότι αυτό έχει δημιουργήσει πρωτοφανή πλούτο. Από την άλλη πλευρά όμως ο πλούτος αυτός έχει κατανεμηθεί πολύ άνισα. Για παράδειγμα, λιγότερα από 12 άτομα στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας του παγκόσμιου χωριού έχουν μεγαλύτερο εισόδημα από αρκετές δεκάδες φτωχές χώρες στη βάση της (σύμφωνα με την πρόσφατη έκθεση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών για την παγκόσμια φτώχια). Σε αυτή την τερατώδη κατανομή οφείλεται, εν μέρει τουλάχιστον, το ότι, παρά τις πιο πρόσφατες τεχνολογικές βελτιώσεις και την εντυπωσιακή αύξηση της παραγωγικότητας, 1,3 δισ. άνθρωποι περίπου το ένα πέμπτο της ανθρωπότητας εξακολουθούν να ζουν σήμερα σε συνθήκες απόλυτης φτώχειας, στερούμενοι επαρκούς τροφής, καθαρού νερού και της στοιχειώδους υποδομής για περίθαλψη και εκπαίδευση.
Σχετικά τώρα με το θέμα που εξετάζουμε, είναι δυνατόν να εντοπίσουμε τρεις κύριους μηχανισμούς που συνδέουν συστηματικά την άνιση παγκόσμια ανάπτυξη με ζητήματα φτώχειας και οικολογίας.
Η κινητικότητα του κεφαλαίου
Με δεδομένη τη μεγάλη κινητικότητα του κεφαλαίου, στις μανιώδεις προσπάθειές τους να μειώσουν το κόστος, οι πολυεθνικές τοποθετούν ένα μέρος των επενδύσεών τους σε χώρες όπου το εργατικό δυναμικό δεν είναι μόνο φθηνό αλλά και ιδιαιτέρως πειθήνιο. Επιπλέον, καθώς οι φτωχές χώρες επιζητούν απεγνωσμένα επενδύσεις, προσπαθούν να ξεπεράσουν η μία την άλλη προσφέροντας στο ξένο κεφάλαιο όχι μόνο τους κατώτερους δυνατούς μισθούς αλλά και την αναστολή κανόνων και περιορισμών που σχετίζονται με ανθρώπινες συνθήκες εργασίας και την προστασία του περιβάλλοντος.
Το αποτέλεσμα αυτού του είδους του διπλού ανταγωνισμού δεν είναι μόνο μια ευρείας κλίμακας καταστροφή στο περιβάλλον αλλά και η καταστροφή ανθρώπινων πόρων (και πάλι σύμφωνα με την έκθεση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, 250 εκατ. παιδιά, αντί να πηγαίνουν στο σχολείο, εργάζονται με πλήρη απασχόληση και συχνά σε απάνθρωπες συνθήκες).
Ένας άλλος σημαντικός μηχανισμός που συνδέει την παγκοσμιοποίηση με τη φτώχεια και την οικολογική καταστροφή έχει να κάνει με πρόσφατες τεχνολογικές και κοινωνικές εξελίξεις στη γεωργία. Η μαζική χρήση χημικών λιπασμάτων και ζιζανιοκτόνων και οι πλέον πρόσφατες ανακαλύψεις στη βιοτεχνολογία και στη γενετική μηχανική έχουν αυξήσει την αγροτική παραγωγικότητα σε τέτοιο βαθμό ώστε φαινόταν ότι θα μπορούσε να εξαφανιστεί η μάστιγα της ανθρώπινης πείνας από όλο τον κόσμο. Ωστόσο η αποκαλούμενη «πράσινη επανάσταση» αποδείχθηκε αυταπάτη. Πέραν της τεχνολογίας, σε ό,τι αφορά την πολιτική οικονομία της παραγωγής τροφίμων, οι αυξανόμενες ανισότητες όσο και η ακραία εξειδίκευση έχουν και πάλι δημιουργήσει μια κατάσταση όπου οι φτωχοί καλλιεργητές είναι σε χειρότερη μοίρα από ό,τι προηγουμένως. Παρ' ότι η παραδοσιακή αγροτική παραγωγή απέδιδε χαμηλή παραγωγικότητα, συνήθως ο άμεσος παραγωγός είχε τουλάχιστον ένα μικρό κομμάτι γης όπου μπορούσε να καλλιεργεί για ίδια κατανάλωση.
Η «πράσινη επανάσταση» αύξησε πράγματι την παραγωγικότητα και τον πλούτο αλλά, μέσω της κυριαρχίας της μονοκαλλιέργειας και της ταχείας προλεταριοποίησης των αγροτών, οδήγησε σε ακραία ανασφάλεια και σε άθλιες μορφές φτώχιας μεγάλα τμήματα του παγκόσμιου πληθυσμού της υπαίθρου.
Επιπλέον, η γενικευμένη χρήση λιπασμάτων και ζιζανιοκτόνων κατέληξε στις γνωστές μορφές υποβάθμισης του εδάφους, ενώ οι νέες τεχνολογίες παρέμβασης στο DNA φυτών και ζώων δημιουργούν κινδύνους των οποίων τις μακροπρόθεσμες συνέπειες είμαστε ανίκανοι να εκτιμήσουμε.
Συνολικά η διαδικασία της παραγωγής τροφίμων καταδεικνύει μια μετάβαση από την παραδοσιακή ισορροπία μεταξύ χαμηλής παραγωγικότητας, χαμηλού κινδύνου πείνας και χαμηλής οικολογικής καταστροφής σε μια ανισορροπία μεταξύ υψηλής παραγωγικότητας, ακραίων μορφών φτώχειας και εκτεταμένης οικολογικής καταστροφής.
Εμπόδια από τον καταναλωτισμό
Πέραν του παγκόσμιου οικονομικού ανταγωνισμού και της παγκόσμιας αγροτικής παραγωγής, η δημιουργία μιας παγκόσμιας καταναλωτικής κουλτούρας αποτελεί έναν ακόμη σημαντικό μηχανισμό που δημιουργεί εμπόδια όχι μόνο στην αποκατάσταση της ισορροπίας της φύσης αλλά και στην απάλειψη ακραίων μορφών φτώχιας.
Το πρώτο που πρέπει να επισημάνουμε εδώ είναι η τεράστια επιρροή που έχουν τα μέσα ενημέρωσης στον τρόπο ζωής ανθρώπων οι οποίοι ζουν στις απώτερες γωνιές του πλανήτη. Η έκφραση «macdonaldization of the world» αποδίδει με αρκετή ακρίβεια ένα πρόβλημα που χωρίς αμφιβολία αποκτά ολοένα και μεγαλύτερη βαρύτητα.
Η μεγάλη σημασία της επέκτασης και της διείσδυσης των μέσων ενημέρωσης γίνεται φανερή από το γεγονός ότι, στις σημερινές συνθήκες ταχείας υπέρβασης της παραδοσιακής κοινωνίας, τα μέσα αυτά και ειδικότερα η τηλεόραση έχουν γίνει βασικοί παράγοντες δημιουργίας αξιών, ταυτοτήτων και τρόπων ζωής. Επιπλέον, αν αναλογιστούμε ότι λίγα, οικονομικά ισχυρά άτομα ελέγχουν μεγάλα τμήματα των παγκόσμιων ενημερωτικών και τηλεοπτικών δικτύων και ότι αυτά τα άτομα δρουν βάσει κριτηρίων κέρδους και μόνον, τότε καταλαβαίνουμε γιατί δημόσια πρόσωπα όπως ο Ρούπερτ Μέρντοκ εμφανίζονται να έχουν μεγαλύτερη επιρροή στην κοινωνικοποίηση των νέων από ό,τι γονείς, δάσκαλοι και ιερείς μαζί. Υπ' αυτές τις συνθήκες, η συγκέντρωση αυτού που ο Μπουρντιέ αποκαλεί συμβολικό κεφάλαιο στην πολιτιστική σφαίρα είναι τόσο άνιση και απαράδεκτη όσο και η συγκέντρωση πλούτου στην οικονομική σφαίρα.
Υπό το σημερινό καθεστώς ελέγχου των μέσων ενημέρωσης, δεν δημιουργεί έκπληξη το ότι ο καταναλωτισμός βασιλεύει αδιαφιλονίκητα, ακόμη και ανάμεσα στους φτωχούς της Γης ακόμη, δηλαδή, ανάμεσα και σε εκείνους που δεν έχουν τα μέσα να υιοθετήσουν δυτικούς τρόπους κατανάλωσης. Αυτοί οι άνθρωποι εισέρχονται στην παγκόσμια κουλτούρα κατανάλωσης σε φαντασιακό επίπεδο ενώ, την ίδια στιγμή, αποκλείονται από αυτήν στο επίπεδο της σκληρής οικονομικής πραγματικότητας.
Αυτός ο συνδυασμός φαντασιακής ενσωμάτωσης και πραγματικού αποκλεισμού καταλήγει σε μια κατάσταση όπου οι στερημένοι και περιθωριοποιημένοι θυσιάζουν συχνά βασικές ανάγκες προκειμένου να αποκτήσουν πολυτελή αγαθά που διαφημίζονται στην τηλεοπτική οθόνη. Δημιουργεί επίσης μια κατάσταση όπου οι μη έχοντες είναι εξίσου απρόθυμοι με τους έχοντες να υιοθετήσουν τρόπους ζωής που είναι φιλικοί προς το περιβάλλον. Οι έχοντες αποτελούν μια επιβλητική παγκόσμια καταναλωτική τάξη (περίπου 1 δισ. άνθρωποι) τα πρότυπα κατανάλωσης της οποίας πολύ περισσότερο από ό,τι εκείνα της υπόλοιπης ανθρωπότητας οδηγούν ταχύτατα τόσο στην εξάντληση των μη ανανεώσιμων πηγών ενέργειας όσο και σε τεράστια περιβαλλοντική καταστροφή. Και καθώς η πλειονότητά τους ζει σε φιλελεύθερα-δημοκρατικά καθεστώτα, χρησιμοποιούν το δικαίωμα ψήφου τους για να διασφαλίσουν την αποτυχία οιασδήποτε σοβαρής προσπάθειας εκ των άνω (μέσω φορολόγησης του πετρελαίου, π.χ.) προς πιο φιλικές για το περιβάλλον πολιτικές.
Κατά συνέπειαν, τόσο το ένα έκτο που καταναλώνει σπάταλα όσο και τα πέντε έκτα που, εξαιτίας της παγκόσμιας κουλτούρας κατανάλωσης, επιδιώκουν να το μιμηθούν δημιουργούν ένα αδιέξοδο το οποίο θα προσλάβει εκρηκτικές διαστάσεις από τη στιγμή που οι οικονομίες πολυάνθρωπων χωρών (Κίνα, Ινδία) φθάσουν στο στάδιο της μαζικής κατανάλωσης.
Με άλλα λόγια, ο παγκόσμιος ανταγωνισμός που οδηγεί στη μη τήρηση κανόνων για την προστασία του εργατικού δυναμικού και του περιβάλλοντος, η πολιτική οικονομία της παγκόσμιας αγροτικής παραγωγής που οδηγεί στην προλεταριοποίηση και εξαθλίωση των άμεσων παραγωγών και η καταναλωτική κουλτούρα που τραβά αναπόδραστα στην τροχιά της τόσο τους φτωχούς όσο και τους πλούσιους και οι τρεις αυτοί μηχανισμοί δημιουργούν μια εξαιρετικά αρνητική δυναμική. Παρ' ότι αυτοί οι μηχανισμοί δεν είναι νέοι, στην ύστερη νεωτερικότητα έχουν προσλάβει τεράστιες διαστάσεις και δικαιολογούν αυτούς που βλέπουν τον σύγχρονο κόσμο να κινείται ολοταχώς προς μια αδιέξοδη καταστρεπτική κατεύθυνση.
Στρατηγικές ανανέωσης
Υπάρχει κάποιος τρόπος αντιστροφής αυτής της αρνητικής σπείρας; Υπάρχει τρόπος να της προσδώσουμε μια θετική ώθηση; Μπορεί η παγκοσμιοποίηση να συνδεθεί θετικά με την απάλειψη των απόλυτων επιπέδων φτώχιας και την αποκατάσταση της οικολογικής ισορροπίας στη Γη;
[...] Η θεμελιακή προϋπόθεση για την αντιστροφή αυτής της αρνητικής σπείρας είναι η μετάβαση σε μια νέα ρύθμιση του παγκόσμιου συστήματος, μια ρύθμιση που θα συνδυάζει την αύξηση του πλούτου με οικουμενική αλληλεγγύη και περιβαλλοντική προστασία.
Με δεδομένο ότι τα κύρια θύματα αυτής της αρνητικής σπείρας είναι ανίκανα να οργανωθούν και να αγωνισθούν για την αντιστροφή της, ο μόνος φορέας που έχει τόσο την εξουσία όσο και επενδεδυμένο συμφέρον για εξανθρωπισμό του παγκόσμιου συστήματος είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση εφόσον προχωρήσει γρήγορα με την πολιτική και κοινωνική της ενοποίηση διατηρώντας ταυτόχρονα και προωθώντας περισσότερο τα επιτεύγματα και τις αξίες που παγίωσε κατά την πρώτη μεταπολεμική περίοδο.
Τέλος, για να κλείσω με μια αισιόδοξη νότα, η νέα γενιά μπορεί να συμβάλει σοβαρά στην αντιστροφή της αρνητικής σπείρας. Υπάρχουν εμπειρικές ενδείξεις ότι, παντού στον κόσμο, πολλοί νέοι άνθρωποι (παρά την καταναλωτική προπαγάνδα των μέσων ενημέρωσης) τείνουν όλο και περισσότερο να υιοθετούν μετα-υλιστικές αξίες και αντιλήψεις. Τείνουν να ενδιαφέρονται λιγότερο για τη σώρευση αγαθών και περισσότερο για μια ποιοτικά δημιουργική ζωή. Τείνουν, με άλλα λόγια, να ζουν λιγότερο με τον τρόπο τού έχειν και περισσότερο με τον τρόπο τού είναι. Από αυτή την άποψη, υπάρχει ακόμη ελπίδα για τον κοινό μας κόσμο.
Νίκος Μουζέλης
Εφημερίδα το Βήμα
Ο κ. Νίκος Μουζέλης είναι καθηγητής της London School of Economics. Το άρθρο αυτό βασίζεται σε μια εισήγησή του στο συμπόσιο «Θρησκεία, Επιστήμη και Περιβάλλον», τον Οκτώβριο του 1999.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου