Μια φορά, κάποια ρωτούσε πολλά, ήθελε να μάθει πού γεννήθηκα, πού μεγάλωσα, πώς έζησα σ' αυτή την πόλη. Είναι δύσκολο να μιλάς για το παρελθόν με λέξεις, έκανα κάτι άλλο. Ένα ανοιξιάτικο βράδυ, την πήρα μια βόλτα με τα πόδια. Σόλωνος, Νομική, Ναυαρίνου, Εξάρχεια, Μπουμπουλίνας, Γ΄ Σεπτεμβρίου, Πλατεία Βικτωρίας, στοά Μπρόντγουεϊ, Μαυρομματαίων, Γκρην Παρκ, Πεδίον του Άρεως, Φωκίωνος Νέγρη. Στην πλατεία Αγίου Γεωργίου, κουρασμένοι, παγωτό στη Δωδώνη. Τα κατάλαβα όλα, είπε. Την κοίταξα καχύποπτα: Τι παγωτό; Γιαούρτι, απάντησε και αμέσως κατάλαβε το λάθος της. Όχι, όχι, παρφέ σοκολάτα. Διαβάζω ξανά τα «Γουρούνια στον Άνεμο» του Νίκου Νικολαΐδη και θυμάμαι τις διαδρομές. Αν ήθελα τώρα να κάνω αυτή τη βόλτα δεν θα μπορούσα, θα δίσταζα. Σκέφτομαι, δεν χάσαμε μόνο τη μισή μας πόλη, μας πήραν και τις αναμνήσεις μας, μας αφαίρεσαν τον πλανήτη της παιδικής μας ηλικίας.
Μεσημέρι Σαββάτου, εφημερίδα, καφές, νιώθω μια παρουσία, την αίσθηση ότι ένα βλέμμα είναι καρφωμένο επάνω σου. Στο μπαλκόνι μια γάτα έχει κολλήσει τη μουσούδα στο τζάμι, παρατηρεί προσηλωμένη. Την κοιτάζω κλεφτά, ακίνητη παρακολουθεί για ώρα. Δεν προσπαθώ να ανοίξω την πόρτα, ξέρω τα κόλπα, οι γάτες όταν τις φωνάζεις δεν έρχονται. Κάνουν ότι ασχολούνται αδιάφορα με τον εαυτό τους και μετά, όταν πια δεν το περιμένεις, έρχονται και τρίβονται επάνω σου. Βγαίνω από την άλλη πόρτα, κοιτάζω κάτω απ' τα κάγκελα, ανάβω τσιγάρο, αδιάφορος, δεν της δίνω καμία σημασία. Πώς βρέθηκε εδώ, πώς ήρθε τόσο ψηλά, από πού πέρασε, όταν πια δεν αντέχω την επιθυμία να τη χαϊδέψω, πλησιάζω να την αγγίξω. Με μια μόνο κίνηση αστραπιαία, πηδάει στο διπλανό μπαλκόνι, χάνεται. Χρειάζονται υπομονή τα γατίσια κόλπα, οι άνθρωποι ξέρουν ότι δεν είναι εφτάψυχοι, βιάζονται. […]
Σχολή, διάλειμμα πριν το μάθημα, στα σκαλιά του τρίτου ορόφου, μιλάνε μεταξύ τους, κοιτάζω αφηρημένα απ' το τζάμι, σκόρπιες κουβέντες, μισές φράσεις, αδιάφορες, σαν υπόκρουση ενός κόσμου που τον νιώθω συνέχεια να απομακρύνεται, να μην τον καταλαβαίνω. Είναι απαρηγόρητη, της έχουν κλέψει το μπουφάν, σκίζει μια κόλα χαρτί, γράφει βιαστικά και το κολλάει στο τζάμι. Πλησιάζω αδιάφορα.
"Κύριε κλέφτη. Δεν πειράζει που πήρατε το ωραίο τζιν μπουφανάκι μου, παρόλο που ήταν το αγαπημένο μου. Ούτε για το κινητό πειράζει, για τη συσκευή. Όμως στο τηλέφωνο είχα όλα του τα μηνύματα που μου 'στελνε τρία χρόνια. Όλα αυτά που διάβαζα ξανά για να θυμάμαι τι έζησα, τώρα που πια δεν τον έχω. Τι θα διαβάζω τώρα, κύριε κλέφτη μου, πώς θα ξέρω ότι τα έζησα στ' αλήθεια; Κρατήστε τα όλα, μπορείτε όμως, σας παρακαλώ, να μου επιστρέψετε τα τρία χρόνια απ' τη ζωή μου;" Νιώθω τα μάτια μου λίγο να τσούζουν κάτω απ' τα μαύρα γυαλιά, κανένας κόσμος δεν είναι μακριά, κανείς δεν είναι απόμακρος, ό,τι γλώσσα κι αν μιλάει. […]
"Κύριε κλέφτη. Δεν πειράζει που πήρατε το ωραίο τζιν μπουφανάκι μου, παρόλο που ήταν το αγαπημένο μου. Ούτε για το κινητό πειράζει, για τη συσκευή. Όμως στο τηλέφωνο είχα όλα του τα μηνύματα που μου 'στελνε τρία χρόνια. Όλα αυτά που διάβαζα ξανά για να θυμάμαι τι έζησα, τώρα που πια δεν τον έχω. Τι θα διαβάζω τώρα, κύριε κλέφτη μου, πώς θα ξέρω ότι τα έζησα στ' αλήθεια; Κρατήστε τα όλα, μπορείτε όμως, σας παρακαλώ, να μου επιστρέψετε τα τρία χρόνια απ' τη ζωή μου;" Νιώθω τα μάτια μου λίγο να τσούζουν κάτω απ' τα μαύρα γυαλιά, κανένας κόσμος δεν είναι μακριά, κανείς δεν είναι απόμακρος, ό,τι γλώσσα κι αν μιλάει. […]
Φώτης Γεωργελές
Athens voice
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου