Ασκήσεις συνωνύμων στο τέλος του κειμένου και άλλες ...
Κύριε Πρόεδρε τής Βουλής των Ελλήνων,
Φίλες και φίλοι Έφηβοι Βουλευτές,
Εκ μέρους τής Επιτροπής τής Βουλής των Εφήβων χαιρετίζω τους Έφηβους Βουλευτές που εκπροσωπούν τους νέους τής Ελλάδος από ολόκληρη την Ελληνική Επικράτεια, τους νέους από την Κύπρο, τους νέους από την Ομογένεια. Χαιρετίζω επίσης τους εκπροσώπους των Εφήβων Βουλευτών από τα Κοινοβούλια τής Ευρώπης, που βρίσκονται σήμερα μαζί μας με μια πρωτοποριακή πρωτοβουλία τού Προέδρου τής Βουλής, τού κ. Δημήτρη Σιούφα.
Επιτρέψτε μου να πιστεύω, φίλες και φίλοι, ότι η παρουσία των Εφήβων Βουλευτών, Ελλήνων και Ξένων, στην Αθήνα, πέρα από τη γνωριμία με τον τρόπο λειτουργίας τού Κοινοβουλίου, έχει κι έναν ιδιαίτερο συμβολισμό: αποτελεί απόδοση τιμής στην κοιτίδα τού πολιτικού μας πολιτισμού, τού πολιτισμού τής Ευρώπης, απόδοση τιμής στη γενέτειρα τής Αθηναϊκής Δημοκρατίας και τής Δημοκρατίας εν γένει.
Ο θεσμός τής Βουλής των Εφήβων είναι μια κατάκτηση των Κοινοβουλίων τής Ενωμένης Ευρώπης. Πολιτικοί άνδρες τού Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (και στο ελληνικό Κοινοβούλιο ο τότε Πρόεδρος τής Βουλής κ. Απόστολος Κακλαμάνης) σκέφθηκαν σωστά ότι η πρόσκληση των νέων στον φυσικό χώρο τού δημοκρατικού πολιτεύματος, στο Κοινοβούλιο, θα τους αποκαλύψει ζωντανά πώς λειτουργεί στην πράξη η δημοκρατία : πώς προτείνονται, συζητούνται και θεσπίζονται οι νόμοι, πώς ασκείται ο κοινοβουλευτικός έλεγχος και γενικότερα πώς ασκείται η Δημοκρατία. Σ’ ένα πλαίσιο προσομοίωσης τής λειτουργίας τής Βουλής, οι εκπρόσωποι τής Βουλής των Εφήβων βιώνουν τον διάλογο και ειδικότερα τον πολιτικό διάλογο. Και μάλιστα από αυτή εδώ τη Σύνοδο (τη 14η) τής Βουλής των Εφήβων –με πρόταση τής Επιτροπής μας– ο δικός σας κοινοβουλευτικός διάλογος θα εστιασθεί σε μια σειρά σημερινών καίριων προβλημάτων που επελέγησαν από τις δικές σας επισημάνσεις, για να αποτελέσουν αντικείμενο μιας πιο ουσιαστικής, αναλυτικής και βαθύτερης συζήτησης, η οποία θα καταλήξει τελικά –ελπίζουμε– και σε προτάσεις τής δικής σας Βουλής.
Και πρώτα-πρώτα, φίλες και φίλοι, σε μια διαδικασία όπως η σημερινή που διεξάγεται σ’ αυτή την πόλη, εδώ στην Αθήνα, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι λίγα τετράγωνα πιο κάτω, στους πρόποδες τής Ακρόπολης, γεννήθηκε και αναπτύχθηκε ο πολιτικός λόγος. Ο λόγος και ο αντίλογος που συνιστούν τον διάλογο. Όχι ως διαπληκτισμός, ως ανταλλαγή κτυπημάτων (που είναι λ.χ. η ετυμολογική προέλευση τής λέξης debate), αλλά ως ανταλλαγή απόψεων, ως κριτική θέσεων, ως αναμέτρηση επιχειρημάτων, ως αγώνας πειθούς τού συνομιλητή και τής αγοράς, των συναθροισμένων δηλ. πολιτών. Σε μια πολιτική δομή άμεσης δημοκρατίας (που τότε ήταν εφικτή αλλά δεν ήταν καθόλου αυτονόητη) καθιερώθηκε ένα δημοκρατικό πολίτευμα που παρήγε υπεύθυνους πολίτες, άμεσα συνδεομένους με τη διακυβέρνηση τού κράτους-πόλεως υπό διαφόρους ρόλους: τού στρατηγού, τού δικαστή, τού στρατιώτη, τού ταμία, τού βουλευτή, τού χορηγού κ.λπ.
Σ’ αυτή τη Δημοκρατία είναι που εδραιώθηκαν σημαντικοί θεσμοί∙ σ’ αυτήν παρήχθη γνήσιος, δημιουργικός και λειτουργικός πολιτικός λόγος, αφού ο πολίτης έπρεπε να κρίνει, να προτείνει, να νομοθετεί, να λογοδοτεί, να επιχειρηματολογεί, να αποφασίζει, να αναπτύσσει δηλ. και να καλλιεργεί τον δημόσιο λόγο.
Και ήταν αυτή η δημοκρατία κι αυτός ο πολιτικός λόγος –επιτρέψτε μου να το τονίσω αυτό– που έδωσαν άλλη θέση και ώθηση στην Παιδεία, στις Τέχνες, στον Πολιτισμό. (Μην ξεχνάμε, επ’ ευκαιρία, ότι οι Έλληνες στην αρχαιότητα δεν είχαν ιδιαίτερη λέξη για τον πολιτισμό. Για τον πολιτισμό, τα γράμματα, την καλλιέργεια τού ανθρώπου χρησιμοποιούσαν μία και μόνο λέξη, τη λέξη παιδεία). Η άνθηση τής φιλοσοφίας, τής επιστήμης, των Τεχνών, τής τεχνολογίας και γενικότερα τής Παιδείας ήταν απότοκα ενός δημοκρατικού πολιτεύματος που ευνοούσε την καλλιέργεια των πολιτών και των έργων τού πολιτισμού. Έτσι, λ.χ. το θέατρο –για να μείνω σ’ ένα παράδειγμα– θεωρήθηκε υποχρέωση τής Πολιτείας προς τους πολίτες, στους οποίους το Κράτος έδινε την ευκαιρία να παρακολουθήσουν παραστάσεις δράματος (τραγωδίες και κωμωδίες). Τα έργα αυτά παίζονταν («εδιδάσκοντο» ήταν ο αρχαίος όρος) για να μορφωθούν και να ψυχαγωγηθούν οι πολίτες. Και ήταν θεσμική υποχρέωση των εύπορων πολιτών να χρηματοδοτούν την παράσταση, ιδιαίτερα τον πολυπρόσωπο χορό τού δράματος, απ’ όπου και η ονομασία και ο θεσμός τού χορηγού.
Δεν έχω την πρόθεση –μη φοβάστε– να προβώ σε καμιά αναλυτική ιστορική περιγραφή των χρόνων και των έργων τής Αθηναϊκής Δημοκρατίας, από την οποία άλλωστε δεν έλειψαν και σκοτεινές στιγμές. Αν έκανα αυτή τη σύντομη αναφορά είναι για να δείξω –υπαινικτικά περισσότερο– τη σπουδαιότητα τού πολιτεύματος τής αθηναϊκής δημοκρατίας και τον ρόλο τής Βουλής ως θεσμού ήδη από την αρχαιότητα. Να δείξω πόσο σημαντικός είναι ο ρόλος τής δημοκρατίας και τού Κοινοβουλίου στη μόρφωση υπεύθυνων ενεργών πολιτών αλλά και στην ανάπτυξη τής Παιδείας και τού Πολιτισμού.
Το θέμα που παραμένει ανοιχτό και ζητούμενο για κάθε σύγχρονη δημοκρατία και για κάθε Κοινοβούλιο είναι πώς μπορεί να εξασφαλισθεί και να αναπτυχθεί μια ποιότητα δημοκρατίας και μια ποιότητα κοινοβουλευτικού βίου. Ποιότητα δημοκρατίας και Κοινοβουλίου όμως σημαίνει ποιότητα πολιτών και πολιτικών, οι οποίοι φύσει και θέσει πραγματώνουν τη δημοκρατία. Σημαίνει αφενός υπεύθυνους πολίτες που ενδιαφέρονται για τα κοινά, που συμμετέχουν ενεργώς, που ενημερώνονται, που κρίνουν, που ελέγχουν, που διαμαρτύρονται, που διεκδικούν, αλλά και που ενθαρρύνουν, στηρίζουν, αναγνωρίζουν και επιβραβεύουν. Κι από την άλλη μεριά, σημαίνει υπεύθυνους πολιτικούς, έντιμους, ικανούς, ευαισθητοποιημένους και αφοσιωμένους, που σέβονται τους πολίτες και τους θεσμούς και που υπηρετούν τη δημοκρατία. (Χρειάζεται να θυμίσω ότι η λέξη υπουργός στα Ελληνικά σήμαινε αρχικά τον βοηθό, τον υπηρέτη, και μ’ αυτή τη σημασία –«τού υπηρέτη τού λαού»– ξαναχρησιμοποιήθηκε η λέξη αυτή μετά την Ελληνική Επανάσταση αντί τού μινίστρος;). Κι εδώ είναι η στιγμή –και ο χώρος– να το πούμε καθαρά: ποιότητα πολιτών και πολιτικών χωρίς ποιότητα παιδείας δεν υπάρχει.
Επιτρέψτε μου, λοιπόν, μ’ αυτή την ευκαιρία, μιλώντας σε νέους ανθρώπους που συνδέονται άμεσα, που «ζουν στο πετσί τους» τις αδυναμίες τής Εκπαίδευσής μας, να σκιαγραφήσω τους προβληματισμούς και τις συζητήσεις που διεξάγονται αυτόν τον καιρό σ’ ένα θεσμικό όργανο τής Ελληνικής Πολιτείας, στο Εθνικό Συμβούλιο Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, τού οποίου έχω την τιμή να προεδρεύω. Αν αναφέρομαι σ’ αυτό, είναι για δύο λόγους: α) γιατί πάλι το κύριο μέλημά μας είναι η εξασφάλιση ποιότητας, ποιότητας στη σχολική μας Εκπαίδευση αυτή τη φορά, και β) γιατί κύριος στόχος μας είναι η μόρφωση υπεύθυνων ενεργών πολιτών, που είναι και ο στόχος κάθε Δημοκρατίας, κάθε Κοινοβουλίου. Πολιτών δημοκρατικά γαλουχημένων, κοινωνικά ευαίσθητων, εθνικά ευαισθητοποιημένων, ηθικά ανεπτυγμένων και πολιτιστικά καλλιεργημένων.
Σπεύδω εξαρχής να πω ότι το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα πάσχει κυρίως στον προσανατολισμό του, στους στόχους για τους οποίους σχεδιάστηκε, χωρίς να είναι κατ’ ανάγκην ένα κακό σύστημα. Σχεδιάστηκε λ.χ. ένα λύκειο που αποκλειστικά προετοιμάζει για τα Πανεπιστήμια, που λειτουργεί δηλ. εν είδει Φροντιστηρίου (χωρίς να είναι και καλό φροντιστήριο...). Έτσι το ελληνικό Λύκειο έχει –συνειδητά, ως επιλογή– αποστερηθεί τον κύριο ρόλο του, την παροχή γενικής και χρήσιμης γνώσης, και μαζί έχει χάσει την παιδευτική αυτονομία του. Υπηρετεί σχεδόν αποκλειστικά –έτσι έχει σχεδιαστεί– τη μετάβαση στα ΑΕΙ, που αποδείχθηκε, στην πράξη, ότι δεν μπορεί να είναι ο κύριος ρόλος τής ανώτερης δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, δηλ. τού Λυκείου. Προβληματιζόμαστε, λοιπόν, και συζητούμε στον Εθνικό Διάλογο πώς μπορεί το Λύκειο να επανακτήσει τον αμιγώς μορφωτικό του χαρακτήρα, επιτρέποντας συγχρόνως επιλογές από μια ευρύτερη ομάδα γνωστικών αντικειμένων που θα ικανοποιούν και τα ιδιαίτερα ενδιαφέροντα των μαθητών.
Επίσης - ζήτημα προσανατολισμού κι αυτό- έχουμε στη χώρα μας υιοθετήσει ένα εκπαιδευτικό σύστημα με έμφαση στη θεωρητική γνώση που, εξ ορισμού, ελαχιστοποιεί την απόκτηση γενικών ικανοτήτων και χρήσιμων δεξιοτήτων. Ως γλωσσολόγος –που είναι η επιστημονική μου ειδικότητα– μπορώ να φέρω ως παράδειγμα ότι δεν επιμένουμε λ.χ. όσο θα έπρεπε στο να μπορεί ο απόφοιτος τού Λυκείου μας (γιατί όχι και τού Γυμνασίου μας) να έχει την πρακτική ικανότητα να συντάσσει ένα καλό κείμενο και να κατανοεί εις βάθος ένα κείμενο που διαβάζει (εξού και η εξαιρετικά μειωμένη απόδοση των 15χρονων μαθητών μας στο "Πρόγραμμα Διεθνούς Αξιολόγησης των μαθητών", στο γνωστό PISA).
Έχουμε επίσης υιοθετήσει –και επιβραβεύουμε μάλιστα βαθμολογικά– την παθητική αποστήθιση πληροφοριακών κειμένων (εννοώ τα σχολικά βιβλία) αντί τής ενεργού συμμετοχής των μαθητών στην αναζήτηση τής γνώσης –και μάλιστα σε συνεργασία κατά ομάδες και κατά θέμα– που μπορεί να αναπτύξει πραγματικά την κριτική ικανότητα των μαθητών. Αυτό σημαίνει ότι οι ίδιοι οι μαθητές –με την καθοδήγηση τού δασκάλου τους– πρέπει να αναζητούν, να επεξεργάζονται, να συνθέτουν, να παρουσιάζουν, να κρίνουν και να συζητούν τις πληροφορίες που συγκεντρώνουν μόνοι τους από πολλαπλές πηγές, από βιβλία και δουλειά σε βιβλιοθήκη και, βεβαίως, από τον πλούτο των πληροφοριών που εύκολα μπορούν να αντλήσουν από το διαδίκτυο.
Έχουμε αποφασίσει επίσης και ανεχόμαστε –στο σύστημα εισαγωγής στα Πανεπιστήμια που έχουμε καθιερώσει– το μέλλον ενός νέου, ενός υποψηφίου για τα ΑΕΙ, να κρίνεται σε μια εξεταστική διαδικασία τριών ωρών (για κάθε μάθημα) και να αγνοείται σχεδόν παντελώς η απόδοση και η επίδοση και η προσπάθεια και η δουλειά τριών ολόκληρων ετών –εννοώ τα τρία χρόνια φοίτησης στο Λύκειο! Δεν είναι unicum αυτό και curiosum? Μοναδικό και αξιοπερίεργο;
Και το τελευταίο αυτό γιατί συμβαίνει; Γιατί με τις πράξεις ή τις παραλείψεις μας –εμείς οι ενήλικοι και μεγαλύτεροι σε ηλικία– κτίσαμε μια κοινωνία αναξιοπιστίας και απαξίωσης. Δεν εμπιστευόμαστε τον δάσκαλο (μη τυχόν πιεσθεί ή χαρισθεί στη βαθμολογία του), όπως δεν εμπιστευόμαστε τον δικαστή, τον γιατρό, τον μηχανικό, τον δημόσιο υπάλληλο, τον πολιτικό... Εύκολα, άκριτα, «χωρίς περίσκεψιν και χωρίς αιδώ» κτίζουμε γύρω μας τείχη, απαξιώνοντας τους πάντες και τα πάντα. Κι έτσι περνάμε στο επόμενο στάδιο: επειδή δεν εμπιστευόμαστε κανέναν και τίποτε, αναζητούμε για όλα ασφαλιστικές δικλίδες, οι οποίες όμως εκκινούν από δυσπιστία, από καχυποψία και από την εκ των προτέρων ενοχοποίηση των πάντων! Αλλά μια «κοινωνία ασφαλιστικών δικλίδων» είναι στην πραγματικότητα μια κοινωνία ανασφαλής, που δεν αναγνωρίζει ούτε εμπιστεύεται αξίες, αρχές και κανόνες.
Και ένα τελευταίο ερώτημα: τι κερδίζουμε με τον όγκο πληροφοριών –συχνά άχρηστων– που έχουμε φορτώσει την εκπαίδευσή μας; Τα απαραίτητα, τα χρήσιμα, τις βασικές γνώσεις, τη μέθοδο αναζήτησης και, κυρίως, την αγάπη για τη γνώση, την έχουμε κερδίσει; Φοβάμαι ότι κάπου μέσα στον όγκο των αποστηθισμένων –και εν συνεχεία ξεχασμένων– πληροφοριών και μέσα στο πλήθος των εκπαιδευτικών μας παρανοήσεων έχει χαθεί και η ουσία τής Παιδείας: ο φυσικός και αυθόρμητος έρωτας τής μάθησης (μια και «ο άνθρωπος φύσει τού ειδέναι ορέγεται»), η αγάπη τής πραγματικής και λυτρωτικής γνώσης που ανεβάζει τον άνθρωπο και τον ξεχωρίζει από όλα τα άλλα είδη τής δημιουργίας, η καλλιέργεια τής προσωπικότητας, τού πνεύματος και τής ψυχής τού ανθρώπου, αυτής που σύμφωνα με τη χριστιανική μας πίστη «θεώνει τον άνθρωπο», τού εμπνέει τον «έρωτα τού θείου», την αγάπη να κατατείνει προς τον Θεό, να ανεβαίνει ως άνθρωπος, να γίνεται κι αυτός με τη θεία χάρη ένας «μικρός Θεός».
Παρασύρθηκα, φίλες και φίλοι Έφηβοι Βουλευτές, εν τη ρύμη τού λόγου και είπα πολλά, ενώ «ενός χρεία εστί»: πώς μπορούμε να ξαναβρούμε τη χαμένη ποιότητα τής Παιδείας μας. Η λύση, νομίζω, είναι μονόδρομος:
α) Με κατάλληλα καταρτισμένους και συνεχώς επιμορφουμένους δασκάλους –υποδειγματικά αμειβόμενους από την Πολιτεία, για να προσέρχονται οι καλύτεροι στο λειτούργημα αυτό, να αφοσιώνονται στο έργο τους και να μπορούμε να ζητάμε πολλά από αυτούς.
β) Με ένα νέο εκπαιδευτικό σύστημα –αυτό μελετάμε στο Συμβούλιο για τον Εθνικό Διάλογο, γι’ αυτό πασχίζουμε, χωρίς κομματικές δεσμεύσεις και χωρίς ιδεοληψίες–, ένα εκπαιδευτικό σύστημα που θα στηρίζεται στην ποιότητα∙ στην ποιότητα όχι ως σύνθημα ή όραμα ή μεταφυσική σύλληψη, αλλά απτά και συγκεκριμένα ως ποιότητα προγραμμάτων, ποιότητα ύλης, ποιότητα μεθόδου διδασκαλίας, ποιότητα βιβλίων, ποιότητα μέσων.
γ) Με συνεχή αξιολόγηση τού εκπαιδευτικού συστήματος, τού εκπαιδευτικού έργου και των ίδιων των εκπαιδευτικών (αφού τους επιμορφώσουμε κατάλληλα και δημιουργήσουμε συνθήκες καλής λειτουργίας τού Σχολείου και δίκαιης ουσιαστικής αξιολόγησης).
δ) Με μια Πολιτεία, με μια Κυβέρνηση δηλ. και μια Αντιπολίτευση, που θα συμφωνήσουν πραγματικά να γίνουν ριζικές αλλαγές στην Εκπαίδευση, τις οποίες θα πιστωθούν από κοινού η όποια Κυβέρνηση και η όποια Αντιπολίτευση.
Φίλες και φίλοι Έφηβοι Βουλευτές,
Τελειώνω με μια επισήμανση και μια αισιόδοξη θέση. Η επισήμανση: Η Παιδεία μπορεί να προέρχεται ετυμολογικά από το παιδεύω (δηλ. το εκπαιδεύω) και το παιδεύω από το παιδί, αλλά ένα είναι βέβαιο: ότι στην Παιδεία δεν μπορούμε «να παίζουμε εν ου παικτοίς». Όπως είναι βέβαιο και πρέπει να συνειδητοποιηθεί από όλους ότι ποιοτική Παιδεία χωρίς χρήματα δεν μπορεί να υπάρξει.
Και τώρα η αισιοδοξία μου: Λαμβάνοντας υπ’ όψιν τη μαχητικότητα των νέων μας και την κοινωνική και πολιτική πίεση που άρχισε να ασκεί η ωρίμαση των θεμάτων στη συνείδηση τής ελληνικής οικογένειας, αισιοδοξώ ότι αυτή τη φορά ο διάλογος δεν μπορεί παρά να αποδώσει καρπούς: καρπούς για μια ποιοτική παιδεία, απαραίτητη προϋπόθεση και για μια ποιοτική δημοκρατία και για ένα ποιοτικό Κοινοβούλιο.
[Ομιλία τού Προέδρου τής Φ.Ε. καθηγητή κ. Γ. Μπαμπινιώτη στη βουλή]
Άσκηση
Να δώσετε από ένα συνώνυμο για καθεμία από τις ακόλουθες λέξεις του κειμένου, λαμβάνοντας υπόψη τη σημασία που έχουν στο κείμενο : άνθηση, μέλημα, αντλήσουν, αγνοείται, εκκινούν, αφοσιώνονται, πασχίζουμε.
1. Η άνθηση τής φιλοσοφίας
1. Η άνθηση τής φιλοσοφίας
2. το κύριο μέλημά μας είναι η εξασφάλιση ποιότητας
3. των πληροφοριών που εύκολα μπορούν να αντλήσουν από το διαδίκτυο.4. και να αγνοείται σχεδόν παντελώς η απόδοση
5. οι οποίες όμως εκκινούν από δυσπιστία
6. να αφοσιώνονται στο έργο τους
7. γι’ αυτό πασχίζουμε, χωρίς κομματικές δεσμεύσεις
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου