Από έναν δευτεροετή φοιτητή της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών πήρα και δημοσιεύω μετά χαράς το παρακάτω γράμμα:
Αγαπητέ κύριε,
ΔΕΝ είμαι αρμόδιος να σχολιάσω τα πολλά και ποικίλα που εξαγγέλλονται αυτές τις ημέρες για την Παιδεία. Επιτρέψτε μου, ωστόσο, να σας εξομολογηθώ μερικές σκέψεις μου, καρπό της (μικρής, έστω) μαθητικής και φοιτητικής πείρας μου.
Ανάμεσα στα τόσα που προτείνονται προεκλογικά, διάβασα ότι «προβλέπεται και η δημιουργία προγραμμάτων υψηλού επιπέδου για την επιμόρφωση των εκπαιδευτικών».
Πολύ ωραία. Απαραίτητη, όμως, προϋπόθεση της επιμόρφωσης είναι, απλούστατα, η αρχική, βασική μόρφωσή τους, η διαμόρφωση δασκάλων που να είναι πραγματικοί παιδαγωγοί και ψυχαγωγοί (οδηγοί ψυχών, εννοώ), που να μεταδίνουν στους μαθητές τους όχι μόνο γνώσεις αλλά και έρωτα για τη γνώση, που να κεντρίζουν την κρίση τους και να κάνουν τη σπουδή ενδιαφέρουσα και τερπνή, χαρά και όχι βασανιστήριο.
ΠΟΙΟΣ, στο κάτω κάτω, είναι καλός δάσκαλος, σε όποια βαθμίδα της εκπαίδευσης; H απάντηση είναι επίσης απλή: Εκείνος, που όχι μόνο κατέχει το αντικείμενο του μαθήματος, αλλά και αγαπάει και σέβεται τη διδασκαλία του. Και που, ταυτόχρονα, αγαπάει και σέβεται τους μαθητές του, που δημιουργεί οικειότητα και «φιλίαν» μαζί τους.
Το ένα χωρίς το άλλο δεν γεννά παρά μισερή παιδεία. Όσο σοφός και παθιασμένος με την επιστήμη του και να είναι κάποιος, αν δεν αγαπάει το διδακτικό έργο και τους διδασκόμενους, μένει ξηρός, μοναχικός κι απόμακρος, χαλκός ηχών και κύμβαλον αλαλάζον.
Τίποτα δεν είναι πιο απωθητικό από τον δάσκαλο που δίνει στους μαθητές του την εντύπωση πως η διδασκαλία τού είναι ρουτίνα και αγγαρεία ή που δείχνει πως θεωρεί τον εαυτό του παντογνώστη αλάθητο και τους ακροατές του ξόανα που δεν μπορούν να αρθούν στο ύψος της σοφίας του και που δεν είναι ικανά παρά μόνο για αντιγραφή και «παπαγαλία».
Και εμείς, τα «παιδιά», τα πιάνουμε αυτά στον αέρα και τα αντιπληρώνουμε με το ίδιο νόμισμα: βαριόμαστε τον δάσκαλο που βαριέται, αποστρεφόμαστε αυτόν που μας περιφρονεί, πλήττουμε με τον σχολαστικισμό, ειρωνευόμαστε την έπαρση και την κενολογία.
Αντίθετα, «αγκαλιάζουμε» εκείνον που μας αγκαλιάζει, εκτιμούμε αυτόν που εκτιμά τους κόπους μας, νιώθει τις αγωνίες μας και ελαφρύνει το άγχος μας, σεβόμαστε αυτόν που όχι μόνο κατέχει ό,τι διδάσκει αλλά και ξέρει πώς να το διδάξει, ώστε να γίνεται εύληπτο, ευχάριστο, ελκυστικό, ερεθιστικό ακόμα.
Αντίθετα, γόνιμος, δημιουργικός, ζωντανός είναι ο διάλογος του διδάσκοντος με τους διδασκόμενους, και αυτών μεταξύ τους. Δεν έχει σημασία αν οι γνώσεις των τελευταίων είναι (και δεν μπορεί να μην είναι) πολύ λιγότερες απ' του πρώτου. Σημασία έχει, να παρακινούνται απ' αυτόν ώστε να συζητούν όσα άκουσαν (και ό,τι άλλο τους ενδιαφέρει), να τα σχολιάζουν, να τα κρίνουν με το δικό τους νεανικό, φρέσκο μυαλό και τα δικά τους γνωστικά εφόδια και εμπειρίες, να ασκούνται ώστε να αρθρώνουν τον δικό τους λόγο, τις δικές τους σκέψεις, απορίες, αντιδράσεις.
Πέρυσι, ένας καθηγητής αυτού του (πρέποντος) είδους μάς έλεγε: «H μεγαλύτερη ευχαρίστησή μου είναι να διαφωνείτε μαζί μου, να τα συζητάμε όλοι όλα - και όποιος πείσει τον άλλον» (Κάτι ήξεραν οι αρχαίοι που, στις φιλοσοφικές σχολές τους, χρησιμοποιούσαν τόσο πολύ τον διάλογο).
Έτσι, ο μαθητής δεν μένει ένας παθητικός, νυσταλέος ακροατής, αλλά γίνεται ενεργός, δημιουργικός συζητητής και μέτοχος της διδασκαλίας, με αποτέλεσμα να προάγεται τόσο ο δικός του στοχασμός όσο και του δασκάλου και ο γενικότερος προβληματισμός πάνω σε όποιο θέμα.
Και έτσι, με τις προϋποθέσεις που ανάφερα, δημιουργούνται σχέσεις στοργής ανάμεσα στις διαλεγόμενες πλευρές, και η διδασκαλία γίνεται ευφρόσυνη για όλους.
ΤΕΤΟΙΑ - κατά την γνώμη μου - είναι η αφετηρία της παιδείας των εκπαιδευτικών. Όπως για να μάθεις να άρχεις πρέπει πρώτα να μάθεις να άρχεσαι, έτσι και για να διδάξεις πρέπει, πριν, να διδαχθείς όχι μόνο την ειδική επιστήμη που θα μεταδώσεις, αλλά και τη γενικότερη επιστήμη της επικοινωνίας με νεαρά, διψασμένα άτομα, έτοιμα να μάθουν και να σε αγαπήσουν ή να σε απορρίψουν και να σε λοιδορήσουν ανάλογα με αυτό που εσύ τους προσφέρεις.
Μπορεί να μου παρατηρήσετε πως όσα σας έγραψα είναι αυτονόητα. Μακάρι να είναι. Αλλά πόσο συχνά εφαρμόζονται στην πράξη;
Σας ευχαριστώ που ακούσατε τον... μονόλογό μου.
Από τον τύπο
Π.K.A.
Και για την αντιγραφή
ΜΑΡΙΟΣ ΠΛΩΡΙΤΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου