Σάββατο 14 Ιανουαρίου 2012

Δεν είμαι σε θέση να συμβουλέψω κανέναν και για τίποτα.

Απλώς θα σας πω τι προσπάθησα να κάνω εγώ στη ζωή μου με τη ζωγραφική.















Αποσπάσματα   από   δύο   συνεντεύξεις   του   ζωγράφου   Σωτήρη     Σόρογκα
 


Ζωγραφίζω...

Από πολύ µικρός. Αισθανόµενος µεγάλη µειονεξία στα παιδικά µου χρόνια από µια περίεργη και δυσανάλογα µεγάλη ανάπτυξη, βρέθηκα δακτυλοδεικτούµενος και χλευαζόµενος από αυτούς που θα ήθελα να µε θαυµάζουν. Είχα φτάσει πριν από την εφηβεία σχεδόν δύο µέτρα ύψος. Ωστόσο ευνοήθηκα από τη ζωγραφική, µε την οποία έκτοτε ταυτίστηκα επειδή προσχώρησα σε αυτήν εν είδει καταφυγίου αντλώντας ταυτόχρονα και κύρος από τις τότε επιδόσεις µου. Στη δεκαετία του ’50 η ζωγραφική εξακολουθούσε να διατηρεί τη µυθοποιηµένη αύρα της. Με δάσκαλο τον Μόραλη θυµάµαι τη µαγική ατµόσφαιρα του εργαστηρίου και την ιερότητα της αποστολής µας. Όλοι µας ψάχναµε να βρούµε την αφετηρία µιας προσωπικής έκφρασης από τις επιλογές µας σε ό,τι µας γοήτευε ή µας συνιστούσε και πώς θα µπορούσε το ασαφές και απροσδιόριστο εντός µας να αποκτήσει οντότητα και  αισθητική   νοµιµοποίηση.



Διαβάζω...

Πολύ. Το διάβασµα στάθηκε για µένα µια δεύτερη παρηγοριά στη ζωή µου. Ιδιαίτερα στον χώρο τον έµπλεο συγκινήσεων και µεταβάσεων σε ένα λυτρωτικό «αλλού». Με τη λογοτεχνία, όταν δεν είναι Ντοστογέφσκι, µπορείς να περιδιαβάζεις τον κόσµο. Με τη φιλοσοφία ή τον δοκιµιακό λόγο µπορείς να ασκείσαι πνευµατικά και µε την Ιστορία να κάνεις µαγικά ταξίδια.

Αγαπώ...

Με τον τρόπο του Σεφέρη: «Πού είναι η αγάπη που κόβει τον καιρό µονοκόµµατα στα δυο και τον αποσβολώνει». Όλοι τη γυρεύουµε. Σπάνιο να µην τη χάσεις µόλις νοµίσεις ότι τη βρήκες. Πιστεύω ότι είναι δυσεύρετη, όπως η αγιοσύνη, επειδή προϋποθέτει απάρνηση του «εγώ», κάτι δύσκολο, αν όχι ακατόρθωτο. Εκτός κι αν πρόκειται για την κόρη σου, γιατί τότε αντιστρέφονται όλα.

Ακούω...

Με προσοχή ό,τι µου λένε. Πολλοί άνθρωποι όµως επαναλαµβάνονται αφόρητα. Αναφορικά µε τη µουσική, η παιδεία µου είναι ελλιπής και τούτο επειδή µεγάλωσα σε ένα φτωχικό περιβάλλον όπου κάποια είδη της, όπως η κλασική, ήταν απόντα. Πιστεύω µάλιστα ότι τα πρώτα µας ακούσµατα καθορίζουν σε µεγάλο βαθµό τις προτιµήσεις µας και αργότερα επενεργούν και στις µνήµες. Αυτές οι µνήµες είναι καθοριστικές για την αγάπη µου στην εκκλησιαστική µουσική και στα µυθικά µικρασιατικά τραγούδια που άκουγα στο ραφείο του παππού µου κάθε Σάββατο βράδυ συνοδευόµενα από το σαντούρι του Σωφρονίου ή σε εκείνα τα σπαρακτικά πολυφωνικά ηπειρώτικα τραγούδια που άκουσα στα σπίτια συγγενών και φίλων του πατέρα µου. Οι έντονες εγγραφές τους εντός µου ενεργοποιούν ακόµη και σήµερα τη συγκίνηση, η οποία πολλές φορές µε βοηθάει και όταν ζωγραφίζω.

Σέβομαι...

Την πίστη των άλλων. Η απο- ιέρωση των πάντων πιστεύω ότι συνέτεινε στην απουσία σεβασµού και στις σχέσεις των ανθρώπων, όπως προς τον δάσκαλο, τον ηλικιωµένο, τον ιερέα, τα σύµβολα  της  πατρίδας, προς το ψωµί που κάποτε, αν έπεφτε κάτω, το φιλούσαµε  σηκώνοντάς  το.

Ελπίζω...

Ότι στο µέλλον η ζωγραφική θα αναδυθεί ξανά στο µέγεθος των δυνατοτήτων της. Γιατί σήµερα θεωρείται τέχνη για συντηρητικούς, τριτοκοσµικούς ή ερασιτέχνες... Οι νέοι µάς κοιτούν µε συγκατάβαση, άλλωστε είναι αρκετοί και της δικής µου γενιάς που µεταπήδησαν σε «κατασκευές», video art ή ψηφιακή φωτογραφία. Εγώ όµως διατηρώ τις ελπίδες µου. Έχω παράδειγµα την ποίηση που ακµάζει λόγω Θείας Πρόνοιας. ∆εν κατάφεραν ακόµη να την κάνουν εµπόρευµα.

Ζηλεύω...

Αυτούς που πιστεύουν, γιατί η λυτρωτική δύναµη της πίστης απουσιάζει παντελώς από εµένα. Ζήλευα και τον αείµνηστο πατέρα µου για την αµετακίνητη πίστη του στον σοσιαλισµό. που ο θάνατός του το 1982 δεν του επέτρεψε να δει τα «επιστηµονικά τρωκτικά της αλλαγής» ή τα ιδεολογικά παιδιά του Εµβέρ Χότζα. Φαίνεται ότι σε κάθε «πιστεύω» είναι κρυµµένα πάντοτε τα ζωτικά µας ψεύδη. Ωστόσο µακάρι να πίστευα κι εγώ κάπου.

Φαντάζομαι...

Ότι ένα µεγάλο µέρος της ζωής µου θα µπορούσε να ήταν µια ιδανική κατασκευή, «Σχέδια για ένα καλοκαίρι», όπως θα έλεγε πάλι ο ποιητής. Μια εκδροµή στο Πήλιο, η µετάβαση σε ένα χιονισµένο χωριό τα Χριστούγεννα, η Μεγάλη Παρασκευή σε ξωκλήσι της Αττικής παίρνουν µέσα µου τρυφερές διαστάσεις και οργανώνονται µε ιδανικό τρόπο στο µυαλό µου, έτσι που πολλές φορές η πραγµατικότητα τα ανατρέπει. Θυµάµαι και τον Εγγονόπουλο να µου λέει ότι η µητέρα του τον κατηγορούσε επειδή έκανε Πάσχα στο µυαλό του. Εκείνος όµως συµπλήρωνε: «Μα εκεί είναι το αληθινό Πάσχα»!

                                                                                                                         Εφημερίδα   το  Βήμα
 […] 

Λένε ότι οι καλλιτέχνες δεν έχουν πατρίδα. Τα έργα τους θεωρούνται διεθνές κτήμα. Εσείς ωστόσο εκδηλώνετε μία ελληνικότητα στα δημιουργικά σας δείγματα…

Οι καλλιτέχνες έχουν πάντοτε πατρίδα και ό,τι κάνουν εκκινεί από αυτήν. Συνεπώς ο διεθνής χαρακτήρας του έργου ξεκινά πάντοτε από κάτι τοπικό ή προσωπικό, όπου η αλήθεια αυτού που εκφράζει κατορθώνει και αφορά όλους μας. Ο Παρθενώνας για παράδειγμα, είναι ελληνικός, αλλά ταυτόχρονα διεθνής. Όπως ο Ντοστογέφσκι, ενώ είναι Ρώσος, ό,τι έγραψε αφορά όλους τους ανθρώπους. Αυτό επιτυγχάνει η σπουδαία τέχνη. Χωρίς λοιπόν συγκεκριμένες αφετηρίες, η τέχνη είναι ανεδαφική. Γι’ αυτό και δεν υπάρχει έργο χωρίς καταγωγή.

Είναι αξιοζήλευτο το ότι ο καλλιτέχνης δραστηριοποιείται σε ένα περιβάλλον στο οποίο δημιουργεί αντί να παράγει, όπως οι «κοινοί θνητοί». Πώς θα μπορούσε αυτό να αποτελέσει έμπνευση για εμάς τους υπολοίπους;

Πιστεύω ότι είναι ανέφικτο να κατασκευαστεί ένα περιβάλλον στο οποίο θα εκκολάπτονται δημιουργικές εμπνεύσεις. Πολύ συχνά ωστόσο έχουν υπάρξει και δυσμενείς όροι για δημιουργία που λειτούργησαν με ιδανικό τρόπο. Σκέφτομαι παραδείγματος χάριν το αφήγημα του Σολτζενίτσιν «Μια ημέρα του Ιβάν Ντενίσοβιτς» που αναφέρεται στα γκούλαγκ, ή και ολόκληρη τη Νοτιοαμερικάνικη λογοτεχνία του 20ου αιώνα, ανθρώπους που δημιούργησαν εν μέσω πολέμων και φτώχιας.

Λέγεται ότι η τέχνη θεραπεύει. Το κατάφερε και με εσάς;

Η τέχνη είναι μία μορφή παρηγοριάς για πολλούς ανθρώπους, οι οποίοι προστρέχουν σε αυτήν, γιατί αντανακλά και τα δικά τους πάθη, μαζί με μια ψυχική και πνευματική ανάταση. Η τέχνη στάθηκε και σε μένα αρωγός στη ζωή μου και πολλές φορές λειτούργησε ως καταφύγιο σε ψυχικά αδιέξοδα.

Ποιο γεγονός αποτέλεσε για σας έναυσμα να ασχοληθείτε με την τέχνη;

Πιστεύω ότι σε κάθε άνθρωπο υπάρχουν συγκεκριμένες ροπές. Σε ταξίδια, σε έρευνες, στη μουσική, στην ποίηση, τις τέχνες ή τις απάτες. Σε μένα η ζωγραφική ήταν ανάμεσα σε άλλα και ο τρόπος να μειωθούν τα συμπλέγματα κατωτερότητας που άρχισαν να με κυριεύουν από τα μικρά μου χρόνια, φτάνοντας σχεδόν μέχρι τα πενήντα μου. Οι λόγοι ήταν και συγκεκριμένοι και φανταστικοί… Έτσι η ζωγραφική σε μένα -όπως προανέφερα- στάθηκε αρωγός μαζί και καταφύγιο.

Αν είχατε δύο λόγια να πείτε στη νέα γενιά των φοιτητών των Καλών Τεχνών, ποια θα ήταν αυτά;

Δεν είμαι σε θέση να συμβουλέψω κανέναν και για τίποτα. Απλώς θα σας πω τι προσπάθησα να κάνω εγώ στη ζωή μου με τη ζωγραφική. Και πριν από όλα, βλέπω την εργασία μου ως τάμα, από το οποίο δεν περιμένω υλικές απολαβές. Αυτές πιστεύω πως έρχονται -αν έρθουν- όταν συντελεστεί το θαύμα από την επίκληση ή τη δέηση. Μέχρι τότε, μπορείς να ζεις από άλλες δραστηριότητες, όπως κάνουν όλοι οι ποιητές στον κόσμο. Προσπάθησα ακόμα να αποφύγω τους δογματισμούς που συχνά γίνονται εντοιχισμοί. Όπως και τις μόδες που τείνουν να κλέβουν τις προσωπικές μας αλήθειες και να μας ωθούν σε πιθηκισμούς και μιμήσεις ξένων προτύπων πως τάχα εκπροσωπούν τη διεθνή πρωτοπορία.

 ΒΗmagazino

Δεν υπάρχουν σχόλια: