Η απαξίωση του άλλου προλειαίνει το έδαφος για απαράδεκτες συμπεριφορές
«Έμαθα πως ο άνθρωπος δικαιούται να κοιτά τον άλλον αφ΄ υψηλού μόνο όταν πρέπει να τον βοηθήσει να σηκωθεί». Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες
Ο 20ός αιώνας σημαδεύτηκε από μια μακάβρια σειρά συστηματικά οργανωμένων θηριωδιών που είχαν στόχο τους ανυπεράσπιστες πληθυσμιακές ομάδες. Οι ακρότητες αυτές, που αποτελούν μελανά σημεία στην ιστορία της ανθρωπότητας και παραμένουν πηγή προβληματισμού για κάθε ηθικά ευαισθητοποιημένο άνθρωπο, δεν συνέβησαν εντός ενός ιδεολογικού κενού. Στις περισσότερες των περιπτώσεων προηγήθηκε το φαινόμενο της σταδιακής απόρριψης της ηθικής ταυτότητας των θυμάτων. Αυτό σημαίνει ότι τα μέλη των ομάδων αυτών βίωσαν μια σταδιακή διαδικασία απαξίωσής τους, συχνή κατάληξη της οποίας ήταν να θεωρηθούν από μια άλλη ισχυρότερη ομάδα- που τα αξιολογούσε - ότι στερούνται οποιουδήποτε ηθικού ενδιαφέροντος. Πολύ συχνά ο μοναδικός λόγος που υπέστησαν αυτή τη δοκιμασία υπήρξε η απλή συμμετοχή τους σε μια συλλογικότητα (φυλή, θρησκευτική ομάδα, έθνος κ.ο.κ.), για την οποία οι θύτες ή οι ιδεολογικοί καθοδηγητές τους είχαν αποφανθεί ότι συγκροτούσε απειλή για τις αξίες και τα συμφέροντά τους. Η αντισημιτική προπαγάνδα που προηγήθηκε του Ολοκαυτώματος αποτελεί ίσως το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα, αλλά παρόμοιες, τηρουμένων των αναλογιών, διαδικασίες ακολουθήθηκαν και αλλού, όπως στην πρώην Γιουγκοσλαβία και στη Ρουάντα.
Η διαδικασία απόρριψης της ηθικής ταυτότητας του άλλου συνοδεύεται από μια χαλάρωση των συνηθισμένων ηθικών φραγμών και αντιστάσεων που διέπουν τη στάση προς τους συνανθρώπους μας. Αν ο «άλλος» αρχίζει να θεωρείται ηθικά υποδεέστερος, τότε συνειδητοποιούμε ότι έχουμε το ελεύθερο να του συμπεριφερόμαστε με τρόπους που ήταν ως τώρα απαγορευτικοί. Παράλληλα, η δυνατότητα να του προκαλούμε κάποια έστω και περιορισμένη ζημιά (λ.χ. να τον λοιδορούμε ή να τον κακομεταχειριζόμαστε) χωρίς να υφιστάμεθα καμία συνέπεια ή κύρωση επιτείνει την απαξιωτική εικόνα που έχουμε για αυτόν και προλειαίνει το έδαφος για ακόμη μεγαλύτερες βλάβες. Ευτυχώς, κάθε διαδικασία υπονόμευσης της ηθικής ταυτότητας μιας σαφώς προσδιορισμένης πληθυσμιακής ομάδας δεν καταλήγει στο Άουσβιτς. Ωστόσο, ακόμη και αν οι αρνητικές συνέπειες για τα μέλη της ομάδας αυτής είναι σχετικά ήπιες, το γεγονός και μόνο ότι με τη στάση μας αρνούμαστε την πλέον θεμελιώδη μορφή ισότητας μεταξύ των ανθρώπων, την επί ίσοις όροις συμμετοχή όλων σε μια κοινή ηθική ταυτότητα, είναι αυτό καθαυτό επιλήψιμο.
Θεωρώ ότι η πλειονότητα των μεταναστών στην Ελλάδα έρχεται συχνά αντιμέτωπη με μορφές συμπεριφοράς που αντικατοπτρίζουν την αντίληψη ότι οι μετανάστες ως μετανάστες είναι ηθικά κατώτεροι από τον εντόπιο πληθυσμό. Τα αρνητικά στερεότυπα που άκριτα επαναλαμβάνονται, η στυγερή οικονομική εκμετάλλευση, τα κρούσματα ρατσιστικής βίας και οι στατιστικές υποστηρίζουν αυτή την αντίληψη, παρ΄ όλο που ελάχιστοι άνθρωποι θα ήταν διατεθειμένοι να ομολογήσουν δημόσια ότι την υιοθετούν. Η υπόθεση του Οδυσσέα Τζενάι που απασχόλησε την κοινή γνώμη πριν από μερικά χρόνια αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα. Ορισμένοι συμπολίτες μας έδειξαν να πιστεύουν ότι ένας μαθητής δεν είναι άξιος της τιμής να εκπροσωπήσει ως σημαιοφόρος το σχολείο του σε μια δημόσια τελετή, παρ΄ όλο που πληρούσε όλες τις νόμιμες προϋποθέσεις, απλώς και μόνο επειδή ήταν μετανάστης και ανήκε σε μια διαφορετική εθνοτική ομάδα.
Είναι νομίζω προφανές ότι η σοβαρότητα της σταδιακής υπονόμευσης της ηθικής ταυτότητας των μεταναστών, ό,τι είδους μετανάστες και αν είναι, είναι τέτοια που ο καθένας έχει υποχρέωση να αντιταχθεί σε αυτή τη διαδικασία. Δεν θα ήθελα όμως να παραμείνω στο επίπεδο της ατομικής ευθύνης. Το ζητούμενο είναι να εντοπιστούν οι ευθύνες μιας δημοκρατικής κυβέρνησης, και αυτό γιατί στον 20ό αιώνα οι μεγαλύτερες ακρότητες που υπήρξαν απόρροια της διάβρωσης της ηθικής ταυτότητας μιας πληθυσμιακής ομάδας, έχουν συντελεσθεί είτε από κρατικές δυνάμεις, είτε από παρακρατικές, είτε από δυνάμεις που είχαν εξασφαλίσει την ανοχή των επίσημων αρχών.
Πολύ συχνά ακούγεται η πρόταση ότι η πολιτεία οφείλει πρώτα να εντοπίσει τα βαθύτερα αίτια της ξενοφοβίας, του ρατσισμού, του σοβινισμού και των συναφών φαινομένων που συμβάλλουν στην απόρριψη της ηθικής ταυτότητας των μεταναστών, και σε αυτά να επιχειρήσει να παρέμβει. Αυτή η πρόταση φαντάζει θεωρητικά ορθή. Στην πράξη, ωστόσο, ανακύπτουν σοβαρές δυσκολίες, οι οποίες παραμένουν, ακόμα και αν υπερβούμε τις μεθοδολογικές δυσχέρειες που ενέχει η ανάδειξη των εν λόγω αιτίων. Πολλές φορές τα βαθύτερα αίτια ανάγονται σε γεγονότα του παρελθόντος που είναι φυσικώς αδύνατον να μεταβληθούν. Σε άλλες περιπτώσεις είναι τόσο γενικά και τόσο ετερογενή που θα απαιτείτο μια εκ βάθρων αναμόρφωση ολόκληρης της κοινωνίας. Από την άλλη πλευρά είναι προφανές ότι η εξάλειψη κάποιων από αυτά τα βαθύτερα αίτια πρέπει να αποτελεί ούτως ή άλλως πάγιο στόχο μιας δημοκρατικής κυβέρνησης, ακόμη και αν δεν οδηγούν στην εκδήλωση ρατσιστικής ή ξενοφοβικής συμπεριφοράς. Μπορεί, για παράδειγμα, το μένος κατά των μεταναστών στη Γερμανία να οφείλεται στον κοινωνικό και οικονομικό αποκλεισμό μεγάλης μερίδας εντόπιων νέων που διαβιούν στο ανατολικό τμήμα της. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι χρειάζεται να εμφανιστούν τέτοιες μορφές συμπεριφοράς για να ασχοληθεί μια κυβέρνηση με την περιθωριοποίηση και την ανεργία των νέων.
Για αυτούς τους λόγους θα προτιμήσω να εστιάσω την προσοχή μου στην καταπολέμηση των ίδιων των φαινομένων που περιγράφηκαν και των άμεσων συνεπειών τους. Θα μπορούσαν να επισημανθούν τουλάχιστον δύο διαφορετικές γενικές κατευθύνσεις προς τις οποίες θα ήταν απαραίτητο να στραφούν οι συντονισμένες προσπάθειες για την επίτευξη αυτού του στόχου : αποτροπή-επανόρθωση, και εκπαίδευση. Αποτροπή σημαίνει να συνειδητοποιήσουν όλοι οι πολίτες ότι η επίδειξη ακραίων και βλαπτικών ξενοφοβικών, ρατσιστικών και σοβινιστικών στάσεων με στόχο τους μετανάστες δεν θα είναι πλέον χωρίς κόστος. Η επανόρθωση αναφέρεται στην προσπάθεια νομοθετικής άρσης των αδικιών που υφίστανται αυτές οι ομάδες, στον βαθμό βέβαια που το επιτρέπουν οι δυνατότητες και το θεσμικό πλαίσιο της πολιτείας. Εκπαίδευση σημαίνει να πειστούν έμπρακτα εκείνοι που βρίσκονται σε επιδεκτικές εκπαίδευσης ηλικίες για τη σημασία και τις συνέπειες της διάβρωσης της ηθικής ταυτότητας των μεταναστών.
Ο προσδιορισμός των μέτρων που απαιτούνται προς αυτές τις κατευθύνσεις δεν είναι του παρόντος. Εξάλλου υπάρχουν άλλοι αρμοδιότεροι. Θα ήθελα όμως να σταθώ σε μια πρόδηλη μορφή μη αναγνώρισης της ηθικής ταυτότητας του μετανάστη που δεν προβάλλεται όσο θα έπρεπε. Πρόκειται για την άρνηση να επιτρέψουμε στους μετανάστες και στα παιδιά τους που διαμένουν πλέον μόνιμα στη χώρα μας να συμμετέχουν στη δημοκρατική αυτοδιοίκησή της. Αυτό εκτός από το ότι αντιβαίνει στην αρχή της λαϊκής κυριαρχίας αποτελεί και βαθύτατη προσβολή προς αυτή την ομάδα των μεταναστών, καθώς τους θεωρούμε κατ΄ ουσίαν ανίκανους ή ανάξιους να αποφασίζουν στο ίδιο μέτρο με τους υπολοίπους για καίρια ζητήματα που αφορούν βασικές όψεις της ευζωίας τους. Και γνωρίζουμε από την περίπτωση των αγώνων των μαύρων των ΗΠΑ, ότι το αίτημα πολιτικής χειραφέτησης αυτών των ομάδων δεν προέρχεται από την επιθυμία κατάληψης της εξουσίας αλλά από την επιθυμία αναγνώρισής τους ως ισότιμων μελών της πολιτικής κοινότητας. Υπό αυτή την προοπτική οποιαδήποτε προσπάθεια της πολιτείας προς την άρση αυτής της αδικίας, όσο περιορισμένη και αν είναι, δεν μπορεί παρά να χαιρετισθεί με ενθουσιασμό.
Από τον Τύπο
Φιλήμων Παιονίδης
Επίκουρος καθηγητής ηθικής και πολιτικής φιλοσοφίας στο ΑΠΘ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου