Πέμπτη 27 Μαΐου 2010

Προγράμματα σπουδών και αξιολόγηση












Όπως συμβαίνει σε πολλούς χώρους στην Ελλάδα, έτσι και στην ανώτατη εκπαίδευση το πρόβλημα είναι ότι δεν υπάρχουν στόχοι οι οποίοι να τίθενται και στη συνέχεια να αποτιμώνται. Έχει διαρκώς κανείς την εντύπωση ότι όλοι, από τους υπευθύνους της πολιτικής και της διακυβέρνησης ως τους πανεπιστημιακούς, τους φοιτητές και τους γονείς τους- οι έλληνες πολίτες δηλαδή-, δεν επιθυμούν παρά να διεκπεραιώνονται όπως όπως τα πράγματα με έναν ορίζοντα ιδιοτελή και κοντόφθαλμο. Σαν να θέλουμε απλώς να επιβιώσουμε σε μια κατάσταση που είτε την ανεχόμαστε επειδή απλώς τη γνωρίζουμε είτε τη διατηρούμε επειδή μας συμφέρει. Δεν έχουμε τη βούληση, την τόλμη και τη γνώση να προτείνουμε σοβαρές αλλαγές. Οι παρεμβάσεις που αφορούν την εκπαιδευτική πολιτική έχουν, κατά κανόνα, τον χαρακτήρα σπασμωδικής ανταπόκρισης στη συγκυρία, γίνονται εκ των ενόντων, χωρίς μελέτη, εντελώς πρόχειρα. Πώς φαίνεται αυτό; Τα πράγματα είναι γνωστά.

- Πώς εισάγονται οι φοιτητές; Όπως όπως, αρκεί να κλείσει ο αριθμός, χωρίς μέριμνα για το τι θέλουμε να γνωρίζουν αυτά τα παιδιά, τι θέλουν να σπουδάσουν, τι είδους ζωή τούς επιφυλάσσουμε στην εφηβεία τους με τις ανόητες και βάρβαρες εισαγωγικές εξετάσεις, τι είδους ζωή τούς περιμένει μετά, χωρίς γνώσεις, χωρίς μόρφωση, χωρίς παιδεία, τι είδους πολίτες εν τέλει θέλουμε.

- Πώς στελεχώνονται τα πανεπιστήμια; Έτσι, χωρίς πρόγραμμα, με τους κολλητούς, τους υποτακτικούς, τους μέτριους και άφωνους, και- ευτυχώς- αρκετές σιγά σιγά λαμπρές εξαιρέσεις.

- Τι διδάσκεται στα μαθήματα; Ό,τι θέλει ο καθηγητής, με την έννοια της αυθαιρεσίας και όχι της αυτονομίας. Δηλαδή, συχνά, ό,τι έχει στοιβάξει, ενίοτε αντιγράφοντας, σε τόμους σημειώσεων- συνονθυλεύματα που δεν έχουν αντίστοιχό τους στον κόσμο. Αγοράζονται όμως ακριβά από το ελληνικό Δημόσιο που «τακτοποιεί» έτσι τις υποθέσεις του με τους ισχυρούς του συμμάχους στις σχολές- καθηγητές που ενδιαφέρονται για τα συγγραφικά δικαιώματα και φοιτητές που ενδιαφέρονται για τη δωρεάν παιδεία (δωρεάν τόσο ως προς τα χρήματα όσο και ως προς τον κόπο).

- Τι μαθήματα διδάσκονται; Ό,τι συμβαίνει να ενδιαφέρει τους καθηγητές. Τα προγράμματα σπουδών είναι, κατά κανόνα, προϊόντα συμβιβασμού ανάμεσα, λιγότερο, στις προφανείς απαιτήσεις του κλάδου και, περισσότερο, στις προτεραιότητες, πολιτικές και ακαδημαϊκές, των πόλων ισχύος στα τμήματα και στις σχολές. Πρέπει να καλύψει ο διδάσκων την υποχρέωση διδασκαλίας των τεσσάρων μαθημάτων τον χρόνο; Ας προστεθούν μαθήματα στο πρόγραμμα σπουδών των φοιτητών, συχνά εξαιρετικά εξειδικευμένα. Θέλουμε να εξυπηρετήσουμε κάποιους, προβλέποντας αναθέσεις διδασκαλίας; Προσθέτουμε μερικά ακόμη μαθήματα επιλογής. Θέλουμε οι απόφοιτοί μας να έχουν τα ελάχιστα τυπικά προσόντα για ένα εύρος θέσεων στο Δημόσιο που απέχει από το αντικείμενό μας; Ας προσθέσουμε κι αυτό, κι αυτό, κι αυτό το μάθημα. Έτσι φθάνουμε να χρειαζόμαστε πέντε χρόνια για σπουδές που σε άλλες χώρες διαρκούν τέσσερα ή τρία.

- Τι είδους πτυχία χορηγούνται; Πτυχία παραδοσιακών σχολών αλλά και πτυχία σχολών που ιδρύονται, πάλι χωρίς πρόγραμμα, επειδή πιέζουν οι τοπικοί φορείς, επειδή πρέπει να κάνει ρουσφέτι ο υπουργός, επειδή ορισμένοι θέλουν το μαγαζί τους. Και σε τι αντιστοιχεί αυτό το πτυχίο; Συνήθως σε ελάχιστες ώρες παρακολούθησης και σε ένα συμπίλημα διάσπαρτων πληροφοριών. Πιστοποιεί όμως επίσης ότι οι πτυχιούχοι είχαν την υπομονή και την επιμονή να αντεπεξέλθουν σε σειρά αενάως επαναλαμβανόμενων εξετάσεων έως ότου τα καταφέρουν ή έως ότου τους βαρεθεί ο καθηγητής. Οι σπουδές στο πανεπιστήμιο, κατά κανόνα, δεν είναι παρά οι εξετάσεις που οδηγούν σε αυτό το τυπικό χαρτί.

- Πώς στεκόμαστε απέναντι σε αυτά τα προβλήματα; Ακριβώς επειδή δεν υπάρχουν και δεν τίθενται δημόσιοι κοινοί στόχοι με περιεχόμενο, δηλαδή στόχοι οι οποίοι θα έχουν πραγματικά αποτελέσματα στην κοινωνία, οι αντιδράσεις έχουν ως αφετηρία είτε την ιδιοτέλεια είτε την ιδεολογία. Μάλιστα, η ιδεολογική αντιμετώπιση κατασκευάζει έναν ιδεότυπο επιστήμης και μόρφωσης τον οποίο επικαλείται περιοδικά. Αυτός ο ιδεότυπος είναι είτε ένας αναχρονισμός που μας πάει πίσω στον 19ο αιώνα και μας καθηλώνει στους επιστημονικούς κλάδους και στη μάθηση της εποχής είτε ένας επίσης παρωχημένος, και αποτυχημένος, αφηρημένος επιστημονισμός των τυφλών αριθμών και της ποσοτικής μέτρησης. Αναφέρομαι τόσο στα προγράμματα σπουδών όσο και στην αξιολόγηση του προσωπικού και των ακαδημαϊκών μονάδων. Δεν είναι λάθος να αλλάζουν τα αντικείμενα σπουδών, να ιδρύονται νέα τμήματα, να δημιουργούνται νέες ερευνητικές κατευθύνσεις, αρκεί βέβαια οι αλλαγές να δικαιολογούνται ακαδημαϊκά αλλά και από τους στόχους που ως κοινωνία έχουμε θέσει. Οι επιστημονικοί κλάδοι δεν μας δόθηκαν από τον Θεό για να αντιδρούμε σε κάθε τυχόν πρόταση μετασχηματισμού τους. Οι επιστήμες, φυσικές, κοινωνικές και ανθρωπιστικές, αλλάζουν ραγδαία, μετασχηματίζονται, αλληλεπιδρούν με την κοινωνία. Οι σπουδαστές τους δεν συνομιλούν μόνον με τις Μούσες και τους κλασικούς αλλά θα ήθελαν τα εφόδια που τους παρέχονται να τους τοποθετούν μέσα στην κοινωνία. Πρέπει να βρίσκουν δουλειά, δεν είναι τα μέλη ευάριθμων πλούσιων ελίτ ώστε να διακονούν τις επιστήμες αφηρημένα. Το έργο που συντελείται στα πανεπιστήμια αποτελεί κοινωνική επένδυση και πρέπει να επιστρέφει στην κοινωνία. Αυτό σημαίνει όχι μόνο να αφουγκράζεται το πανεπιστήμιο τις κοινωνικές διεργασίες, χωρίς να υποτάσσεται σε αυτές, αλλά να δημιουργεί και τις προϋποθέσεις για νέες, να γίνεται μοχλός ανάπτυξης. Και επειδή δεν πρόκειται ξαφνικά να γίνουν οι πανεπιστημιακοί ανιδιοτελείς σχεδιαστές στρατηγικής, πρέπει η ελληνική κοινωνία, διά των θεσμών της, να θέσει στόχους και προτεραιότητες, σεβόμενη ωστόσο την αυτονομία του πανεπιστημίου. Θέλουμε οι σπουδαστές πράγματι να μορφώνονται και όχι να παίρνουν απλώς πτυχία, θέλουμε να ενισχύσουμε γενικώς την έρευνα αλλά και ειδικώς συγκεκριμένους τομείς (π.χ., την ιατρική έρευνα, την αρχαία φιλοσοφία κτλ.), θέλουμε να καλλιεργήσουμε τον διάλογο και την υπευθυνότητα στους νέους πολίτες, θέλουμε να φθάσουν στα πανεπιστήμια παιδιά φτωχών οικογενειών και παιδιά από μειονότητες; Όλα αυτά σημαίνουν συγκεκριμένα μέτρα: προκήρυξη ερευνητικών προγραμμάτων σταθερά, ενίσχυση σοβαρών συνεδρίων και όχι τουριστικών εκδρομών ημετέρων, ενίσχυση και ενθάρρυνση χρήσης των βιβλιοθηκών, κατάργηση της εξέτασης με βάση σελίδες από το ένα σύγγραμμα, μαθήματα που προβάλλουν το ιδεώδες του διαλόγου και του αμοιβαίου σεβασμού, προγράμματα ανάλογα αυτών των λεγομένων «θετικών διακρίσεων».

Και εδώ ερχόμαστε στην αξιολόγηση. Η αξιολόγηση πρέπει να νοείται ως αποτίμηση στόχων. Ούτε ως τιμωρία ούτε ως απόλυτος και υποτίθεται αντικειμενικός γνώμονας. Η μηχανική, απλώς ποσοτική, αποτίμηση δεν είναι παρά η αποποίηση της ευθύνης για κρίση και στρατηγική. Χωρίς στόχους, γίνεται μια ανούσια και ανόητη καταγραφή τυφλών αριθμών που μπορεί να στρεβλώσει και να νεκρώσει ό,τι μπορεί να είναι ακόμη ζωντανό. Χρειαζόμαστε στόχους, χρειαζόμαστε αυτονομία στα πανεπιστήμια και στη συνέχεια λογοδοσία.
Από τον Τύπο
Βάσω Κιντή
( Επ. καθηγήτρια της φιλοσοφίας στο τμήμα ΜΙΘΕ του πανεπιστήμιου Αθηνών )

Δεν υπάρχουν σχόλια: