Παρασκευή 21 Μαΐου 2010

Σκέψεις για μια σύγχρονη σχολική παιδεία στη χώρα μας




H Παιδεία βρίσκεται, επιτέλους, στο επίκεντρο τού ενδιαφέροντος. Έχει ωριμάσει στην ελληνική κοινωνία η αίσθηση ότι η Παιδεία μας, η Εκπαίδευσή μας για να ακριβολογήσουμε, εμφανίζει συσσωρευμένα προβλήματα. Ιδίως η ανώτερη δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, δηλ. το Λύκειο, έχει υποστεί επικίνδυνες στρεβλώσεις, σε μια παρακεκινδυνευμένη προσπάθεια που έγινε να καταστεί «εξεταστικός χώρος» για την πρόσβαση στα Πανεπιστήμια. Έτσι φθάσαμε να εγκαταλειφθεί, στην πραγματικότητα, το σχολείο από τους μαθητές του (των τελευταίων τάξεων τού Λυκείου) και να μεταφερθεί το κύριο βάρος τής εκπαιδευτικής διαδικασίας στο φροντιστήριο! Αυτή η εξέλιξη είναι μοναδική στον διεθνή χώρο τής Εκπαίδευσης. Αποτελεί εκπαιδευτικό unicum ( = εκπαιδευτικό μοναδικό φαινόμενο ) και παιδευτικό absurdum! ( = εκπαιδευτικό άτοπο ) Η αποξένωση τού Λυκείου και η απαξίωση τού έργου των εκπαιδευτικών που διδάσκουν σ΄ αυτό, η απώλεια τής βαρύτητας και τού κύρους τής λυκειακής εκπαίδευσης, ο κλονισμός τής εμπιστοσύνης στον εκπαιδευτικό αποτελούν επικίνδυνα φαινόμενα που πρέπει χωρίς άλλη καθυστέρηση να αντιμετωπίσει η ελληνική κοινωνία.
Αλλά και στον χώρο τής κατώτερης δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, δηλ. τού Γυμνασίου, τα πράγματα είναι δυσοίωνα. Η υπερφόρτωση των μαθητών με γνώσεις και όχι με γνώση, ο εθισμός στην άκριτη παθητική αναπαραγωγή τής γραπτής πληροφορίας («παπαγαλία»), η παντελής έλλειψη αυτενέργειας και άσκησης στην αναζήτηση τής πληροφορίας στις πηγές της (Βιβλιοθήκη) και μάλιστα με τις εκπληκτικές δυνατότητες που παρέχει η εκπαιδευτική τεχνολογία (η χρήση Η/Υ στην Εκπαίδευση) είναι μερικοί από τους λόγους που κρατούν συναισθηματικά τον μαθητή - και ψυχολογικά τον δάσκαλο- μακριά από το Σχολείο. Μια σχέση «απάθειας» έως «απέχθειας» χαρακτηρίζει τη σχέση τής πλειονότητας των μαθητών προς το Σχολείο αντί τής λαχτάρας να βρίσκεται, να ζει, να απολαμβάνει, να εκτιμά και, κυρίως, να αγαπάει το Σχολείο.
Καλύτερα ίσως είναι, συγκριτικά, τα πράγματα στο Δημοτικό. Φορτωμένος κι εδώ ο μαθητής, αλλά με την εξέλιξη τής παιδαγωγικής επιστήμης, με τον ένα δάσκαλο στην τάξη, με σχετικώς ανανεωμένα βιβλία, με τους γονείς πιο κοντά στα παιδιά τους, με πολλές ευκαιρίες εξωσχολικής απασχόλησης (παιδικό βιβλίο, παιδικό θέατρο κ.ά.) και, βεβαίως, με τη φρεσκάδα και το ευάγωγο τής ηλικίας, η κατάσταση είναι κάπως βελτιωμένη. Φυσικά, δεν λείπουν κι από τη βαθμίδα αυτή προβλήματα, από το πόσο καλά μαθαίνουν τα παιδιά τη γλώσσα μας και τα αναγκαία μαθηματικά μέχρι το πόσο εξοικειώνονται με την αναζήτηση των πληροφοριών σε μια βιβλιοθήκη ή την εκμάθηση μιας ξένης γλώσσας.
Τι θα πρέπει να προσφέρει ένα σύγχρονο ελληνικό σχολείο
Σκιαγραφήσαμε μερικές πλευρές τού προβλήματος της Εκπαίδευσής μας. Ας δούμε τώρα τι ζητάμε από μια εθνική δημόσια ελληνική εκπαίδευση και πώς μπορούμε σταδιακά να το πετύχουμε. Ας επισημάνουμε, ωστόσο, προκαταρκτικά ότι απ΄ όπου κι αν ξεκινήσει κανείς (Λύκειο προς Δημοτικό, Δημοτικό προς Λύκειο) η Εκπαίδευση είναι ενιαία. Υπάρχει ένα συνεχές (continuum) τής Παιδείας όπως υπάρχει κι ένα συνεχές στη γνώση. Μπορεί τυπικά και λειτουργικά να μιλάμε για Υποχρεωτική Εκπαίδευση (Δημοτικό Γυμνάσιο), αλλά και το Λύκειο - με τις σύγχρονες απαιτήσεις- πρέπει να ενταχθεί στην Υποχρεωτική (12χρονη αντί 9χρονη) Εκπαίδευση. Και εν πάση περιπτώσει ένας ενιαίος προγραμματισμός είναι, έστω προοπτικά, απαραίτητος.
Τα ελάχιστα ζητούμενα σε μια Σύγχρονη Εκπαίδευση είναι:
α) Να δημιουργήσουμε έναν υπεύθυνο πολίτη, κριτικά σκεπτόμενο, καλλιεργημένο, με κοινωνικές ευαισθησίες και δημοκρατικό φρόνημα.
β) Να μορφώσουμε έναν αυριανό πολίτη που θα μπορεί να αξιοποιεί την τεχνολογία τής πληροφορίας, αφού προηγουμένως μάθει πώς να μαθαίνει, πώς να χρησιμοποιεί μια βιβλιοθήκη, μια Τράπεζα Δεδομένων, αφού δηλ. ασκηθεί στην αναζήτηση, τη διαχείριση και τη δημιουργική χρήση τής πληροφορίας.
γ) Να δείξουμε και να πείσουμε ότι πέρα και πάνω από τις γνώσεις είναι η γνώση, πως το συνεχές τής γνώσης και όχι οι σκόρπιες, αποσπασματικές κατά γνωστικές περιοχές και ασύνδετες πληροφορίες είναι ό,τι χρειάζεται η οργανωμένη σκέψη. Συγχρόνως να δείξουμε ότι η απομνημόνευση, ως νοητική διεργασία αποθήκευσης και αναπαραγωγής μεμονωμένων γνώσεων, είναι αποδεκτή και απαραίτητη, αλλά δεν μπορεί παρά να υποτάσσεται στον τελικό σκοπό, που είναι η κριτική σκέψη, η ανάπτυξη τής κριτικής ικανότητας τού μαθητή.
δ) Να προετοιμάσουμε έναν σκεπτόμενο άνθρωπο με ευαισθησίες στην τέχνη, στη μουσική, στα εικαστικά, στο θέατρο, στον κινηματογράφο, στη λογοτεχνία. Να προετοιμάσουμε τον αυριανό θεατή, τον αυριανό ακροατή, τον αυριανό αναγνώστη. Και τον αυριανό αθλούμενο και φίλαθλο. Γενικά, τον ευαίσθητο και καλλιεργημένο πολίτη. Με άλλα λόγια, να δώσουμε ερεθίσματα στον μαθητή να αισθανθεί μιαν άλλη σχέση με το σχολείο και να το αγαπήσει.
ε) Να προσφέρουμε μια ολοκληρωμένη μόρφωση τού χαρακτήρα και τής προσωπικότητας τού μαθητή μέσα από σταθερές αρχές και αξίες, που να αποτελούν σημεία αναφοράς στη ζωή του.
στ) Η προσφερόμενη γνώση να μπορεί δυνάμει να οδηγήσει σε επαγγελματικές ενασχολήσεις που απαιτούν νοητική και κριτική ικανότητα χωρίς πανεπιστημιακή εξειδίκευση. Το απολυτήριο τού Λυκείου να έχει μορφωτική και κοινωνική βαρύτητα, επαγγελματικό αντίκρισμα και κύρος.
ζ) Να καλλιεργήσουμε ως Σχολείο και ως κοινωνία την Τεχνική και Επαγγελματική Εκπαίδευση με ένα εκσυγχρονισμένο σύστημα που θα οδηγεί σε γενική μόρφωση συνδυασμένη με επαρκή κατάρτιση, σε αξιοπρεπείς επαγγελματικές προοπτικές και σε δυνατότητες περαιτέρω τεχνολογικής και επαγγελματικής εξειδίκευσης υψηλού κύρους.
Αυτά είναι τα κύρια χαρακτηριστικά μιας σύγχρονης σχολικής παιδείας, τα «ιδεώδη» ή η «φιλοσοφία» ενός προτύπου παιδείας που χρειαζόμαστε χωρίς άλλη καθυστέρηση στη χώρα μας, ενός προτύπου παιδείας που διατηρεί πολλά στοιχεία από την παράδοση αλλά προχωρεί πολύ πιο πέρα σύμφωνα με τις απαιτήσεις και τις ανάγκες τού σήμερα.
Προτάσεις για συζήτηση
Για να λειτουργήσει το πρότυπο που σκιαγραφούμε και να αλλάξει εκ βάθρων η μορφή τού σημερινού ελληνικού σχολείου σύμφωνα με τα σύγχρονα πρότυπα, χρειάζονται τολμηρές ριζικές αλλαγές. Προτείνονται ενδεικτικά οι κυριότερες που πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο ουσιαστικής και διεξοδικής συζήτησης εκ μέρους των εκπαιδευτικών αλλά και πολλών άλλων κοινωνικών φορέων:
1) Κατάρτιση- επιμόρφωση εκπαιδευτικών. Όχι μόνο γιατί οι καιροί και οι ανάγκες έχουν αλλάξει, αλλά διότι και στο ισχύον σύστημα χρειάζονται ανατάξεις και ανακατατάξεις, πρέπει να ξεκινήσουμε από την πικρή διαπίστωση ότι η κατάρτιση των εκπαιδευτικών πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης δεν επιτελείται με επάρκεια από τα Πανεπιστήμια. Δεν ετοιμάζουμε τους αυριανούς εκπαιδευτικούς και μιλάω με την πολύχρονη πείρα ενός πανεπιστημιακού δασκάλου καθηγητικών σχολών - όπως και όσο πρέπει. Γι΄ αυτό επιβάλλεται πριν από την πρόσληψή τους ως εκπαιδευτικών και πριν να μπουν στην τάξη να διδάξουν, να έχουν περάσει ένα έτος ειδικής διδακτικής και ψυχοπαιδαγωγικής κατάρτισης και συμπληρωματικής κατάρτισης σε μαθησιακά πεδία τής σχολικής ύλης κατά το αναλυτικό πρόγραμμα (π.χ. ένας πτυχιούχος τού ιστορικού ή τού φιλοσοφικού- ψυχολογικού- παιδαγωγικού τμήματος να προετοιμασθεί κατάλληλα για να μπορεί να διδάξει τη νεοελληνική γλώσσα και λογοτεχνία ή το αρχαίο κείμενο). Θεωρώ ότι αυτό το προπαρασκευαστικό έτος για την Εκπαίδευση, στο οποίο θα προετοιμάζεται και συγχρόνως θα κρίνεται ποιος μπορεί να αποκτήσει την ευθύνη τού εκπαιδευτικού, θα πρέπει να αντικαταστήσει τις εξετάσεις των εκπαιδευτικών στον ΑΣΕΠ, που από τη μια θέτουν εν αμφιβόλω την αξία των σπουδών στο Πανεπιστήμιο κι από την άλλη οδηγούν τους υποψηφίους (ξανά!...) σε «ειδικά» φροντιστήρια, για να αποκτήσουν γνώσεις που δεν περιλαμβάνονται στις πανεπιστημιακές σπουδές τους, αφού τα πανεπιστήμια εξ ορισμού δεν είναι επαγγελματικές σχολές. Το έργο τής προετοιμασίας των μελλοντικών εκπαιδευτικών θα πρέπει να επιτελείται από έναν υπεύθυνο εκπαιδευτικό φορέα με έμπειρα στελέχη τής μαχομένης Εκπαίδευσης, καταργουμένων των εξετάσεων τού ΑΣΕΠ.
Παράλληλα προς την κατάρτιση πρέπει να υπάρχει συνεχής περιοδική επιμόρφωση όλων των εκπαιδευτικών σε ταχύρρυθμα προγράμματα μικρής χρονικής διάρκειας, ώστε να ενημερώνονται και να αξιοποιούν την τεχνολογία τής εκπαίδευσης, τις νέες διδακτικές μεθόδους, τις σύγχρονες επιστημονικές εξελίξεις, τη σωστή αξιολόγηση τής επίδοσης των μαθητών, τους τρόπους καλλιέργειας τής κριτικής ικανότητας των μαθητών, τη διαχείριση κρίσεων και νέων μορφών συμπεριφοράς των μαθητών τους και, γενικότερα, να ευαισθητοποιούνται σε ζητήματα συνδεόμενα με τη λειτουργία τής σχολικής τάξης και τού σχολείου με βάση τα διεθνή δεδομένα. Το ζητούμενο είναι η αναβάθμιση τής ποιότητας στην Εκπαίδευση και το κλειδί για οποιαδήποτε βελτίωση στην Εκπαίδευση είναι ο καλά καταρτισμένος και συνεχώς επιμορφούμενος δάσκαλος. Και φυσικά, για να είναι αποκλειστικά αφοσιωμένος ο εκπαιδευτικός στο έργο του- εντός και εκτός σχολικού ωραρίου- και να μπορούμε να τού ζητούμε τα πολλά που απαιτεί το σύγχρονο σχολείο αλλά και για έναν άλλο ουσιώδη λόγο, για να προσελκύσουμε στο επάγγελμα/ λειτούργημα τού εκπαιδευτικού ισχυρές πνευματικές δυνάμεις, χρειάζεται να γίνει συνείδηση και πράξη ο υποδειγματικά αμειβόμενος εκπαιδευτικός.
2) Να αγαπήσουν οι μαθητές το σχολείο. Ένα καίριο πρόβλημα τής ελληνικής εκπαίδευσης είναι η απομάκρυνση - ψυχική και συναισθηματική- τού μαθητή από το σχολείο. Αυτό συμβαίνει στο ελληνικό σχολείο είτε λόγω τού καταπιεστικού προγράμματος είτε λόγω τής συναίσθησης των μαθητών ότι τελικά δεν μαθαίνουν στο σχολείο ό,τι θα τους είναι χρήσιμο είτε διότι αισθάνονται ότι λειτουργούν καθαρώς παθητικά, αναπαράγοντας απομνημονευτικά όγκους πληροφοριών χωρίς καμιά δική τους συμμετοχή, χωρίς βιβλιοθήκες, χωρίς κάτι που να τους τονώνει το ηθικό ή να τους προσφέρει δημιουργική απασχόληση, να τους αρέσει, να τους προσελκύει και να τους δίνει χαρά. Το γεγονός ότι τρέχουν ατέλειωτες ώρες στα φροντιστήρια για ξένες γλώσσες ή για τις Πανελλαδικές, ότι βλέπουν τους γονείς τους να ξοδεύουν πολλά χρήματα (που δεν έχουν), ενώ μαθαίνουν ότι η Παιδεία είναι δωρεάν(!), αυξάνει την ανησυχία τους και την έλλειψη εμπιστοσύνης στο σχολείο. Γενικά, έχουν την αίσθηση ότι το σχολείο, ιδίως το δημόσιο, είναι ξεχασμένο από την Πολιτεία, ενίοτε και από τη φροντίδα των δασκάλων τους, και ότι ελάχιστα παίρνουν από αυτό. Έχουν την οδυνηρή αίσθηση τής χαμένης προσπάθειας και τού χαμένου χρόνου. Και το ιδιαίτερα δυσάρεστο: έχουν αρχίσει να καταλογίζουν μεγάλες ευθύνες στους δασκάλους τους και να χάνουν την εμπιστοσύνη τους, ενίοτε και τον σεβασμό σ΄ αυτούς.
3) Το «συνεχές» τής γνώσης. Ο κατακερματισμός τής γνώσης με τη μορφή ασύνδετων πληροφοριών, πέρα από τη δυσκολία αποθήκευσης και ανάκλησής τους, γεννά και την ψευδή αίσθηση ότι η γνώση είναι ένας κυκεώνας πληροφοριών που είναι σισύφειο έργο κάθε προσπάθεια κατάκτησής τους. Ο μαθητής κατακλύζεται από όγκους πληροφοριών που τον τρομάζουν. Αυτό προέρχεται από το πλήθος των ειδικοτήτων που παρελαύνουν στη Μέση Εκπαίδευση και που συνήθως υπαγορεύουν όχι την αυτονόητη ποικιλία των πληροφοριών/ γνώσεων όσο τη διαφορετικότητα, την αυτοτέλεια και σχεδόν την «εντροπία» (την αταξία) των γνώσεων! Με άλλα λόγια, προκαλούν την αίσθηση παντελούς έλλειψης σύνδεσης των πραγμάτων που γεννά συχνά στον μαθητή την εντύπωση τού χάους. Αυτή την ψευδή αίσθηση προσπάθησε τα τελευταία χρόνια να γεφυρώσει η έμφαση στη διαθεματικότητα (στη δυνατότητα προσέγγισης ενός θέματος από ποικίλους γνωστικούς χώρους· τού περιβάλλοντος λ.χ. από τη σκοπιά τής φυσικής, τής χημείας, τής βιολογίας, τής θρησκείας, τής μουσικής, τής λογοτεχνίας, των εικαστικών κ.λπ.). Η προσέγγιση είναι σωστή, αλλά είναι κι αυτή ελλιπής και αποσπασματική, αν δεν ξεκινήσει να διδάξει και να δείξει την ενότητα τής γνώσης, το συνεχές τής γνώσης, όχι ως φιλοσοφική θεωρητική θέση αλλά ως διδακτική πράξη με τη συνεργασία εκπαιδευτικών διαφόρων ειδικοτήτων σε ενιαία συμπληρωματική προσέγγιση που μεταβάλλει την ανακάλυψη τού νήματος των γνώσεων από τον μαθητή (και από τον δάσκαλο ακόμη) σε αποκάλυψη και σε απόλαυση.
4) Αλλαγή μεθόδων και πνεύματος διδασκαλίας. Για να αλλάξει η κατάσταση που περιγράψαμε πρέπει να αλλάξει ριζικά ο τρόπος διδασκαλίας, η μέθοδος και τα μέσα τής μάθησης και μαζί η σχέση μαθητή και δασκάλου. Πρέπει η τάξη να μεταβληθεί σε χώρο διαλόγου, με υλικό που θα έχει προετοιμασθεί σε βιβλιοθήκες από τους ίδιους τους μαθητές με την καθοδήγηση τού δασκάλου, τού οποίου όλο και περισσότερο αλλάζει ο ρόλος, με εργασίες καθ΄ ομάδες για να τονωθεί η πράξη τής συνεργασίας και τής συν-ζήτησης, καθώς και με πλήρη αξιοποίηση τής τεχνολογίας των Η/Υ για τη συλλογή και επεξεργασία πληροφοριών.
5) Σχολικά βιβλία. Είμαστε διεθνώς το καλύτερο παράδειγμα για ό,τι χαρακτηριστικά (και υποτιμητικά) ονομάζεται «homines unius libri» (άνθρωποι τού ενός βιβλίου). Το ισχύον σύστημα τού ενός βιβλίου (από το Δημοτικό έως και το Πανεπιστήμιο!) πρέπει να το αντικαταστήσει η αναζήτηση τής γνώσης σε περισσότερα βιβλία και σε σύγχρονες ηλεκτρονικές πηγές πληροφόρησης, όπου καθοριστικός παράγων πρέπει να είναι ο γενικός προσδιορισμός τι πρέπει, τελικά, να μάθει σε κάθε τάξη και για κάθε μάθημα ο μαθητής (αναλυτικό πρόγραμμα) και όχι από πού θα το μάθει.
6) Σχολική βιβλιοθήκη. Και η ενασχόληση τού μαθητή μαζί με άλλους μαθητές στην αναζήτηση τής πληροφορίας και στη σύνθεση των πληροφοριών μέσα από βιβλιοθήκες, με περισσότερα βιβλία, με τη χρήση Η/Υ και, συγχρόνως, η αλλαγή τού ρόλου τού δασκάλου από αφηγητή πληροφοριών σε καθοδηγητή και συζητητή των συλλεγμένων από τους ίδιους τούς μαθητές πληροφοριών είναι παράγοντες που μπορούν να αλλάξουν ριζικά την κατάσταση σε όλες τις βαθμίδες τής Γενικής Παιδείας (Δημοτικό- Γυμνάσιο- Λύκειο), αρχίζοντας από τη βαθμίδα που υποφέρει και προσφέρεται ηλικιακά περισσότερο, από το Λύκειο.
7) Καθιέρωση ζώνης πολιτισμού.
Σημαντικό ρόλο στην αλλαγή τής σχέσης τού μαθητή με το σχολείο μπορεί να παίξει η καθιέρωση μιας ζώνης πολιτισμού μέσα στο υποχρεωτικό πρόγραμμα τού σχολείου, ιδίως στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο. Η ενασχόληση δηλ. όλων των μαθητών κατ΄ επιλογήν είτε με μουσική είτε με εικαστικά είτε με θέατρο είτε με λογοτεχνία είτε με κινηματογράφο είτε με αθλητισμό. Αυτή η δημιουργική ενασχόληση εξασφαλίζει μια ψυχική ευφορία και κίνητρα στους μαθητές να αγαπήσουν την τέχνη ή τον αθλητισμό, να ασχοληθούν μ΄ αυτόν, να δεθούν με τους συμμαθητές τους και να αποκτήσουν μια άλλη σχέση με το σχολείο. Παράλληλα μπορούν να αξιοποιηθούν μ΄ αυτό τον τρόπο διδακτικές δυνάμεις τού σχολείου (φιλόλογοι, καθηγητές καλλιτεχνικών, μουσικής, θεατρολόγοι, καθηγητές φυσικής αγωγής), που μπορούν άριστα να αναλάβουν αυτή την «πρόκληση», η οποία θα βοηθήσει να αλλάξει το όλο κλίμα στο σχολείο.
8) Σχολικός χρόνος. Για να χωρέσει μια ουσιαστική λειτουργία παιδείας στο σχολείο, πρέπει να αυξηθεί ο σχολικός χρόνος. Τώρα που τα σχολεία διπλής βάρδιας έχουν μειωθεί ευτυχώς σημαντικά, μπορεί να εφαρμοσθεί ένα ωράριο λειτουργίας 8.30-16.30, ώστε να υπάρξει η άνεση μιας δημιουργικής παιδευτικής λειτουργίας στο σχολείο, με δυνατότητες αυτενέργειας και βασικής προετοιμασίας (χωρίς ανάγκη μελέτης στο σπίτι). Το κυριότερο: η αύξηση τού σχολικού χρόνου θα επιτρέψει να αναπτυχθεί στο σχολείο πνεύμα κοινότητας, συνεργασίας μαθητών με μαθητές και μαθητών με δασκάλους. Την ώρα τού φαγητού (γιατί πρέπει κι αυτό να προβλεφθεί), στη βιβλιοθήκη, στη ζώνη πολιτισμού και σε άλλες δραστηριότητες. Αυτό θα είναι μια άλλη πηγή σύνδεσης και αγάπης προς το σχολείο.
Προϋποθέσεις για ριζικές αλλαγές
Ο αναγνώστης αυτών των σκέψεων εύκολα θα διατυπώσει τις εξής τουλάχιστον δικαιολογημένες- παρατηρήσεις:
α) ότι χρειάζονται περισσότερα χρήματα για την Παιδεία για να γίνουν αυτά (αύξηση σε υποδομές, σε διδακτικό προσωπικό, σε καλή αμοιβή των εκπαιδευτικών)· β) ότι πρόκειται για ριζική αλλαγή που μεταβάλλει όλο το σύστημα (άρα θα χρειαστεί κατάλληλη κατάρτιση-επιμόρφωση των δασκάλων και αλλαγή νοοτροπίας των γονέων)· γ) ότι θα χρειαστεί πολύς χρόνος για μια ολοκληρωμένη και αποδοτική εφαρμογή ενός τέτοιου συστήματος.
Απαντώ. Κατ΄ αρχάς είναι φανερό ότι μια τέτοια ριζική αναμόρφωση τού ελληνικού σχολείου οδηγεί σ΄ έναν άλλο τύπο σχολείου, σε μια παιδεία ουσίας, αυτενέργειας, διαπροσωπικών σχέσεων και σε μια άλλη σχέση μαθητή - δασκάλου και μαθητή - σχολείου. Αλλάζει όλο το σκηνικό και προετοιμάζει τους νέους δυναμικά για τις συνθήκες και τις ανάγκες που διαμορφώνονται στις αρχές τού 21ου αιώνα. Συγκεκριμένα:
α) Ναι, χρειάζονται περισσότερα χρήματα. Θα έλεγα χρειάζεται γενναία χρηματοδότηση, που όμως είναι βέβαιο ότι θα έχει έντονα (μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, αλλά - λόγω τής μείωσης των σημερινών παρενεργειών- και βραχυπρόθεσμα) ανταποδοτικό χαρακτήρα. Με μια τέτοια παιδεία «παίρνεις τα λεφτά σου πίσω» - επιτρέψτε μου την έκφραση. Αλίμονο σε μια Πολιτεία και σε μια Κυβέρνηση που, έχοντας στα χέρια της ένα «δυνατό πρόγραμμα», δεν κατανοεί και δεν σχεδιάζει να δώσει άμεση προτεραιότητα στην Παιδεία. Θα είναι άξια τής τύχης της! Φτάνει με κατάλληλο συστηματικό σχεδιασμό τα χρήματα να πιάσουν τόπο.
β) Ναι, πρόκειται για ριζική αλλαγή. Όχι πρωτότυπη, διότι χρησιμοποιείται ήδη στις περισσότερες προηγμένες χώρες τής Ευρώπης, αλλά πρωτόγνωρη για την Ελλάδα. Ωστόσο, με «ασπιρίνες»- προσθαφαιρέσεις κάποιων μαθημάτων και μικροαλλαγές- δεν λύνεται το πρόβλημα της ποιότητας τής παιδείας μας.
γ) Ναι, θα χρειαστεί χρόνος. Και κυρίως προγραμματισμός. Οι μεγάλες και ουσιαστικές αλλαγές δεν γίνονται αυτομάτως, εφαρμόζονται σταδιακώς. Όπως θα χρειαστεί και δοκιμαστική εφαρμογή των αλλαγών, για να γίνουν οι απαραίτητες διορθωτικές κινήσεις. Θα τελειώσω λέγοντας ότι το επίκεντρο τής αναμόρφωσης τού εκπαιδευτικού μας συστήματος είναι ο εκπαιδευτικός· ο δάσκαλος!
Χωρίς αυτόν ή ερήμην αυτού δεν μπορεί να γίνει τίποτε σημαντικό. Θα προσθέσω- για να πατάμε στη γη- ότι έχουμε τρεις επιλογές: α) Να προχωρήσουμε σε ριζικές αλλαγές που θα αλλάξουν τον χάρτη τής Παιδείας μας και θα δώσουν ουσιαστικά, θεαματικά μπορώ να πω, αποτελέσματα. β) Να προβούμε σε μικροεπεμβάσεις, όπως συνήθως γίνεται μέχρι σήμερα, οι οποίες στην καλύτερη περίπτωση μπορούν να δώσουν μικροβελτιώσεις χωρίς να λύσουν προβλήματα. γ) Να μη θίξουμε τα κακώς κείμενα! Να μην ξεβολευτεί και να μην ενοχληθεί κανένας. Να μη θιγούν ποικίλα συμφέροντα. Να μην υπάρξει (το περιώνυμο) πολιτικό κόστος! Όμως χωρίς πολιτικό κόστος- που είναι βέβαιο ότι θα οδηγήσει τελικά σε «πολιτικό όφελος», γιατί η ελληνική κοινωνία έχει σκληρά δοκιμαστεί και είναι ώριμη για τέτοιες αλλαγές- δεν γίνεται τίποτε. Όποιοι τολμήσουν, θα βγουν πολιτικά και κοινωνικά κερδισμένοι. Μακάρι να τολμήσουν και να πιστωθούν από κοινού το κέρδος Κυβέρνηση και Αντιπολίτευση. Αυτό επιβάλλει το συμφέρον των πολιτών αλλά και των πολιτικών.


Από τον Τύπο
Γιώργος Μπαμπινιώτης
(Καθηγητής της γλωσσολογίας στο πανεπιστήμιο Αθηνών, πρώην πρύτανης του πανεπιστημίου Αθηνών)

Δεν υπάρχουν σχόλια: