Το ζήτημα της πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση αποτελούσε ανέκαθεν την αιχμή του δόρατος στην υπόθεση του εκπαιδευτικού μας συστήματος, αφού η απόκτηση ή μη ενός πτυχίου συνδεόταν με την άσκηση επαγγελματικών ρόλων, με την απόλαυση υψηλού κοινωνικού γοήτρου, με την ανοδική κοινωνική κινητικότητα για τα χαμηλά κυρίως κοινωνικά στρώματα.
Παραδοσιακά, η είσοδος σε κάποια σχολή της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης σηματοδοτούσε ένα διττό σκοπό: α) για τα κυρίαρχα κοινωνικά στρώματα σήμαινε την επιβεβαίωση της συμβολικής τους ηγεμονίας στον χώρο των πνευματικών αγαθών και κατ' επέκταση και των επαγγελματικών ρόλων, β) για τα χαμηλά και μεσαία σήμαινε το «σπάσιμο» του φράγματος στην απόκτηση επαγγελματικών δικαιωμάτων και την απόκτηση υψηλού status στην κοινωνική ζωή.
Αναμφίβολα, όλες οι μέχρι σήμερα εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις, σε επίπεδο διακηρύξεων, έθεταν ως κυρίαρχο το ζήτημα των ίσων ευκαιριών στην πρόσβαση με εγγύηση το αδιάβλητο των εξετάσεων και την αξιοκρατία. Εκ πρώτης όψεως, η κατάκτηση αυτή ικανοποιεί ακόμα και σήμερα το κοινό αίσθημα, με τη μόνη διαφορά ότι στις μέρες μας έχουν συντελεστεί ορισμένες κομβικές αλλαγές που αναιρούν την ουσία της αξίας της μαζικής πρόσβασης στο αγαθό του πανεπιστημίου. […]
Πέρα από το υπαρκτό πρόβλημα των ανισοτήτων στην εκπαίδευση και στην πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, η απόκτηση ενός πτυχίου σήμερα δεν θυμίζει σε τίποτα αυτό που συνέβαινε 3 δεκαετίες πριν. Ειδικότερα:
α) Δεν εξασφαλίζει την πρόσβαση στην απασχόληση με τον τρόπο που συνέβαινε στο παρελθόν.
β) Δεν αναιρεί τον ταξικό χαρακτήρα που διέπει τη διαδικασία εύρεσης εργασίας, αφού η άσκηση επαγγελματικών ρόλων και η κατάληψη κοινωνικών θέσεων γοήτρου συνυφαίνονται με τον οικογενειακό και κοινωνικό «βιόκοσμο» του καθενός.
γ) Η πραγματοποίηση μεταπτυχιακών, ακόμα και μεταδιδακτορικών σπουδών, μαζί με τη γνώση 2 ή 3 ξένων γλωσσών, σηκώνουν τον πήχη ακόμα πιο ψηλά για εκείνους που παλεύουν να κάνουν το άλμα.
δ) Στην αρένα της «ελεύθερης» αγοράς εργασίας, πέρα από την απόκτηση ενός πτυχίου, αυξανόμενο σημαντικό ρόλο διαδραματίζει η επωνυμία του πανεπιστημίου που το χορήγησε, η χώρα προέλευσης, η θέση του ιδρύματος στη λίστα κατάταξης των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων κ.λπ. [ …]
Παρά την κοινωνική ματαίωση για γνήσια ισοτιμία στην πρόσβαση, αυτό δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να εγκαταλειφθεί κάθε προσπάθεια άμβλυνσης των αντιθέσεων και των δυσλειτουργιών. Κάτι όμως που εδώ και δεκαετίες δεν φαίνεται να έχει κατανοηθεί από τις πολιτικές ηγεσίες είναι ότι ακόμα και το τελειότερο σύστημα πρόσβασης σε επίπεδο τεχνικής να δημιουργήσουμε, αν οι μεταρρυθμίσεις δεν συνδεθούν με τομές και ριζικές αλλαγές στην ουσία της εκπαίδευσης, τίποτα δεν πρόκειται να ευδοκιμήσει και να αποδώσει καρπούς. Αυτό σε επίπεδο εκπαιδευτικής πολιτικής μεταφράζεται σε δομικές αλλαγές, που επιβάλλεται να αρχίζουν από το επίπεδο της προσχολικής ηλικίας και του δημοτικού σχολείου και να συνεχίζουν μέχρι το επίπεδο της διά βίου εκπαίδευσης. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι απαιτείται η ριζική διαρκής μεταρρύθμιση όλων εκείνων των συστατικών που συναπαρτίζουν τον πυρήνα του σχολείου: αναλυτικά προγράμματα, σχολικά εγχειρίδια, διδακτική μεθοδολογία, κριτήρια και κουλτούρα αξιολόγησης των μαθητών, διάρθρωση του ωρολογίου προγράμματος, φιλοσοφία της εκπαιδευτικής πράξης, εκπαιδευτικές νοοτροπίες και στερεότυπα, κουλτούρα της σχολικής ζωής, μοντέλο διοίκησης και οργάνωσης των σχολικών μονάδων, παιδαγωγικές αντιλήψεις, επαγγελματική και επιστημονική ταυτότητα των εκπαιδευτικών, «χωροταξία» και περιβάλλον των σχολικών κτηρίων και αιθουσών. […]
Στην ελληνική περίπτωση η μεταρρύθμιση του εξεταστικού συστήματος θα συνεχίσει να αποτελεί κενό γράμμα όσο δεν αντιμετωπίζονται τα πάγια και διαχρονικά αμαρτήματα του εκπαιδευτικού μας συστήματος. […].
Όσο διαιωνίζονται στοιχεία όπως η διαχρονική υποχρηματοδότηση της εκπαίδευσης, τα σχολικά κτήρια της κατάθλιψης, η υπαλληλοποίηση του εκπαιδευτικού λειτουργήματος, η υποβάθμιση του δημόσιου πανεπιστημίου, τα πτυχία που οδηγούν στην αβεβαιότητα, θα διαιωνίζεται και η νομοτελειακή αποτυχία κάθε μεταρρυθμιστικού εγχειρήματος. [ … ] Πολιτικά αυτό συνεπάγεται την υιοθέτηση ενός «ελάχιστου συναίνεσης».
Αναμφίβολα, όλες οι μέχρι σήμερα εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις, σε επίπεδο διακηρύξεων, έθεταν ως κυρίαρχο το ζήτημα των ίσων ευκαιριών στην πρόσβαση με εγγύηση το αδιάβλητο των εξετάσεων και την αξιοκρατία. Εκ πρώτης όψεως, η κατάκτηση αυτή ικανοποιεί ακόμα και σήμερα το κοινό αίσθημα, με τη μόνη διαφορά ότι στις μέρες μας έχουν συντελεστεί ορισμένες κομβικές αλλαγές που αναιρούν την ουσία της αξίας της μαζικής πρόσβασης στο αγαθό του πανεπιστημίου. […]
Πέρα από το υπαρκτό πρόβλημα των ανισοτήτων στην εκπαίδευση και στην πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, η απόκτηση ενός πτυχίου σήμερα δεν θυμίζει σε τίποτα αυτό που συνέβαινε 3 δεκαετίες πριν. Ειδικότερα:
α) Δεν εξασφαλίζει την πρόσβαση στην απασχόληση με τον τρόπο που συνέβαινε στο παρελθόν.
β) Δεν αναιρεί τον ταξικό χαρακτήρα που διέπει τη διαδικασία εύρεσης εργασίας, αφού η άσκηση επαγγελματικών ρόλων και η κατάληψη κοινωνικών θέσεων γοήτρου συνυφαίνονται με τον οικογενειακό και κοινωνικό «βιόκοσμο» του καθενός.
γ) Η πραγματοποίηση μεταπτυχιακών, ακόμα και μεταδιδακτορικών σπουδών, μαζί με τη γνώση 2 ή 3 ξένων γλωσσών, σηκώνουν τον πήχη ακόμα πιο ψηλά για εκείνους που παλεύουν να κάνουν το άλμα.
δ) Στην αρένα της «ελεύθερης» αγοράς εργασίας, πέρα από την απόκτηση ενός πτυχίου, αυξανόμενο σημαντικό ρόλο διαδραματίζει η επωνυμία του πανεπιστημίου που το χορήγησε, η χώρα προέλευσης, η θέση του ιδρύματος στη λίστα κατάταξης των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων κ.λπ. [ …]
Παρά την κοινωνική ματαίωση για γνήσια ισοτιμία στην πρόσβαση, αυτό δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να εγκαταλειφθεί κάθε προσπάθεια άμβλυνσης των αντιθέσεων και των δυσλειτουργιών. Κάτι όμως που εδώ και δεκαετίες δεν φαίνεται να έχει κατανοηθεί από τις πολιτικές ηγεσίες είναι ότι ακόμα και το τελειότερο σύστημα πρόσβασης σε επίπεδο τεχνικής να δημιουργήσουμε, αν οι μεταρρυθμίσεις δεν συνδεθούν με τομές και ριζικές αλλαγές στην ουσία της εκπαίδευσης, τίποτα δεν πρόκειται να ευδοκιμήσει και να αποδώσει καρπούς. Αυτό σε επίπεδο εκπαιδευτικής πολιτικής μεταφράζεται σε δομικές αλλαγές, που επιβάλλεται να αρχίζουν από το επίπεδο της προσχολικής ηλικίας και του δημοτικού σχολείου και να συνεχίζουν μέχρι το επίπεδο της διά βίου εκπαίδευσης. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι απαιτείται η ριζική διαρκής μεταρρύθμιση όλων εκείνων των συστατικών που συναπαρτίζουν τον πυρήνα του σχολείου: αναλυτικά προγράμματα, σχολικά εγχειρίδια, διδακτική μεθοδολογία, κριτήρια και κουλτούρα αξιολόγησης των μαθητών, διάρθρωση του ωρολογίου προγράμματος, φιλοσοφία της εκπαιδευτικής πράξης, εκπαιδευτικές νοοτροπίες και στερεότυπα, κουλτούρα της σχολικής ζωής, μοντέλο διοίκησης και οργάνωσης των σχολικών μονάδων, παιδαγωγικές αντιλήψεις, επαγγελματική και επιστημονική ταυτότητα των εκπαιδευτικών, «χωροταξία» και περιβάλλον των σχολικών κτηρίων και αιθουσών. […]
Στην ελληνική περίπτωση η μεταρρύθμιση του εξεταστικού συστήματος θα συνεχίσει να αποτελεί κενό γράμμα όσο δεν αντιμετωπίζονται τα πάγια και διαχρονικά αμαρτήματα του εκπαιδευτικού μας συστήματος. […].
Όσο διαιωνίζονται στοιχεία όπως η διαχρονική υποχρηματοδότηση της εκπαίδευσης, τα σχολικά κτήρια της κατάθλιψης, η υπαλληλοποίηση του εκπαιδευτικού λειτουργήματος, η υποβάθμιση του δημόσιου πανεπιστημίου, τα πτυχία που οδηγούν στην αβεβαιότητα, θα διαιωνίζεται και η νομοτελειακή αποτυχία κάθε μεταρρυθμιστικού εγχειρήματος. [ … ] Πολιτικά αυτό συνεπάγεται την υιοθέτηση ενός «ελάχιστου συναίνεσης».
Από τον Τύπο
Νίκος Φωτόπουλος
Νίκος Φωτόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου