Δευτέρα 10 Μαΐου 2010

Ένα φάντασμα πάνω από την εκπαίδευση










  

Έχουν περάσει είκοσι περίπου χρόνια χωρίς αξιολόγηση των εκπαιδευτικών. Ή μάλλον με την αξιολόγηση παρούσα στο νόμο 1566/85, στον 2525/97, σε Προεδρικά Διατάγματα και Εγκυκλίους, στις καθημερινές εκπαιδευτικές σχέσεις ως άτυπη διαδικασία, αλλά απούσα από κάθε επίσημη πρακτική. Όλες οι απόπειρες να υλοποιηθεί οποιαδήποτε μορφή αξιολόγησης, όχι μόνο των εκπαιδευτικών αλλά γενικότερα του εκπαιδευτικού έργου, έχουν αποβεί άκαρπες, ενώ θα ήμασταν πιο κοντά στην πραγματικότητα αν λέγαμε πως ό,τι γράφτηκε δεν επιχειρήθηκε ποτέ να εφαρμοστεί.
Με άξονα τα ανωτέρω, μια σειρά σκέψεων και προτάσεων ίσως αποβούν χρήσιμες για ένα δημόσιο διάλογο, αναγκαίο τώρα που συζητείται και άμεσα πρόκειται να ανακοινωθεί η νέα σχετική πρόταση του υπουργείου για την αξιολόγηση, η οποία, καθώς ακούγεται, θα ξεκινήσει από την αξιολόγηση των στελεχών της εκπαίδευσης. Ορθό. Αλλά ένα κύριο και καίριο ερώτημα γεννιέται επί του προκειμένου: ποιες προβλέψεις και ποιοι ανασχηματισμοί έχουν γίνει ή θα γίνουν στη διοίκηση για να ελεγχθεί, να αποκτήσει αξιοπιστία και να λειτουργήσει απρόσκοπτα το σύστημα;
Είναι φανερό ότι, στη συνέχεια, τα στελέχη εκπαίδευσης θα κληθούν να στηρίξουν και να αξιολογήσουν όλο το εκπαιδευτικό οικοδόμημα. Αλλά ποιο οικοδόμημα; Ποιος δεν έχει συνειδητοποιήσει την απαξίωση του σχολικού έργου και της σχολικής ζωής παρά το φιλότιμο έργο της πλειονότητας των λειτουργών του, την κρίση του θεσμού της σχολικής τάξης, με ό,τι στο παρελθόν το συνόδευε, και τη σταδιακή μετατροπή των εκπαιδευτικών σε παιδονόμους ή φροντιστές, μακριά από το - θεωρητικά μόνο ακόμη ισχύον, τουλάχιστον για το Λύκειο - εκπαιδευτικό ιδεώδες της ανθρωπιστικής καλλιέργειας;
Με ποιον τρόπο θα πρέπει οι εκπαιδευτικοί να δηλώσουν τη διαμαρτυρία τους για τη διευρυμένη αμφισβήτησή τους ως προσώπων και ως επιστημόνων, για την απουσία επιμόρφωσής τους, αλλά, το κυριότερο, για το συγκεντρωτικό και το προσβλητικά περιοριστικό εκπαιδευτικό σύστημα, που στηρίζεται σε απίθανες εξομοιωτικές πρακτικές (παιδαγωγικές, διδακτικές, αξιολογικές), ενώ αρκείται στην τυπική, ποσοτική διεκπεραίωση όσων διαδικασιών δεν ανατρέπουν την εξεταστική μηχανή; Kαι, μαζί τους, πόσο θα πρέπει μαθητές και γονείς να δηλώσουν την αγανάκτησή τους για τις σοβαρότατες ακόμη ελλείψεις στην υποδομή των σχολείων, για τη συντήρηση και ενίσχυση της παραπαιδείας (που, ας το ομολογήσουμε, στη συνείδησή μας και στην πράξη έχει αντικαταστήσει το σχολείο), για την απουσία ή, ορθότερα, την αδυναμία πραγματοποίησης, εμπνευσμένων διδακτικών και ευρύτερα μορφωτικών προγραμμάτων;
Πότε θα αντιμετωπιστούν τα ζητήματα αυτά στην ουσία τους ώστε από κει κι έπειτα να ανοίξει σοβαρός και γόνιμος προβληματισμός για τους τρόπους αποτίμησης της ποιότητας στο παραγόμενο εκπαιδευτικό έργο, οι οποίοι δεν είναι ούτε τόσο πολλοί ούτε τόσο απροσδιόριστοι ούτε τόσο δυσβάστακτοι;
Η σχετική βιβλιογραφία και η εμπειρία άλλων χωρών είναι πλούσια. Βαρύ και τολμηρό είναι το έργο που έχει να κάνει η Πολιτεία πριν εφαρμόσει οποιοδήποτε αξιολογικό μοντέλο. Kαι ας είναι οι ιθύνοντες βέβαιοι ότι κανείς εκπαιδευτικός δεν θα αντιδράσει σε καμία μορφή αξιολόγησης αν το κράτος τούς εξασφαλίσει αξιοπρεπείς συνθήκες εργασίας για τους ίδιους και για τους μαθητές τους, αν φροντίσει να εγγράψει σε κάθε πτυχή του εκπαιδευτικού μηχανισμού μορφωτικές προδιαγραφές και αξίες, αν λάβει πρόνοια για αξιοκρατία και αποτελεσματικότητα.
Όσο αυτά δεν αλλάζουν, η αξιολόγηση δεν εφαρμόζεται, όχι γιατί δεν τη θέλουν οι εκπαιδευτικοί, αλλά επειδή το ίδιο το σύστημα δεν τη χρειάζεται! Kι αν ακόμη δεχτούμε ότι στις υφιστάμενες συνθήκες το Σώμα Μονίμων Αξιολογητών θα ξεσήκωνε θύελλες αντιδράσεων, γιατί δεν ζητήθηκε εδώ και τρία χρόνια η εφαρμογή σχετικού Π.Δ. και μιας Υ.Α. (με διευκρινίσεις σε Εγκύκλιο του 1998), όπου ορίζεται αδρά το πλαίσιο της Αυτο-αξιολόγησης, μιας πολιτικής δηλαδή επιλογής που έχει -στις γενικές της γραμμές- και την επίσημη υποστήριξη των εκπαιδευτικών; (Βλ. Δελτία της ΟΛΜΕ αρ. 618, 639, 654, την Ειδική Ημερίδα του 1991, τα Συνέδρια 6ο, 7ο και 8ο, και πάμπολλα άρθρα σε εκπαιδευτικά περιοδικά, βλ. την καλή μαρτυρία από την εφαρμογή της τα τελευταία χρόνια σε πολλές προηγμένες χώρες).
Ή μήπως θα πρέπει να σκεφτούμε ότι η συγκεκριμένη Υπουργική Απόφαση προωθήθηκε για να δοθεί μόνο ένας σύγχρονος και δημοκρατικός τόνος στο κατά τα άλλα αυστηρά συγκεντρωτικό και μη-ανατροφοδοτικό σύστημα αξιολόγησης που εισηγείται ο Ν. 2525, και ότι στην πραγματικότητα έχουν επίγνωση οι αρμόδιοι πως για να υλοποιηθούν τα όσα ορίζονται στη νομοθεσία θα πρέπει πρώτα το κράτος να αποφασίσει βασικές αναδιατάξεις και να εκχωρήσει εξουσίες, όχι μόνο στις περιφέρειες, αλλά και σε κάθε σχολική μονάδα, ώστε αυτή να μπορέσει να αναπτύξει πρακτικές αναβάθμισης της ποιότητας του εκπαιδευτικού έργου της; Πρακτικές που θα αφορούν σε όλους τους τομείς της σχολικής ζωής, από τα αναλυτικά προγράμματα και τα βιβλία, τη διοίκηση και την αξιοποίηση των χώρων και των οικονομικών πόρων, τους εμπλεκόμενους φορείς και τις σχέσεις τους, τις διδακτικές και παιδαγωγικές επιλογές έως τα πολύμορφα εκπαιδευτικά επιτεύγματα. Εάν παρέχονται προϋποθέσεις ανάπτυξης όλων των ανωτέρω, τότε είναι ορθό να ελέγχεται με τις απαιτούμενες μεθοδεύσεις η ποιότητα του εκπαιδευτικού έργου. Στην περίπτωση αυτή, όμως, μιλούμε για ενισχυμένη σχολική εκπαιδευτική πολιτική, στην οποία κυρίαρχο όργανο αναδεικνύεται ένας συλλογικός φορέας αποτελούμενος από τον Διευθυντή, τον Σύλλογο Διδασκόντων, τους μαθητές, τους γονείς και παράγοντες της τοπικής κοινωνίας.
Η εμπειρία από τέτοιες εκπαιδευτικές επιλογές έχει αναδείξει άπειρες θετικές πλευρές: ενίσχυση της υπευθυνότητας και των πρωτοβουλιών όλων των φορέων, συλλογικές διαδικασίες και ανάπτυξη πνεύματος αλληλοϋποστήριξης, σύσφιγξη των σχέσεων και βελτίωση των διδακτικών τακτικών, βελτίωση των επιδόσεων, άνοιγμα του σχολείου στην κοινωνία, καλλιέργεια του κοινωνικού προφίλ των μαθητών και πολλά άλλα. Παράλληλα όμως έχουν αναφανεί και προβλήματα, τα οποία, χωρίς να αποθαρρύνουν, πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπόψη απ' όλους τους φορείς και από τους ίδιους τους εκπαιδευτικούς που εισηγούνται την πρόταση, πριν από την επιπόλαιη υιοθέτηση οιασδήποτε μορφής «αυτοαξιολόγησης» (για μια σύγκριση δύο εναλλακτικών προτάσεων βλ. συγκριτικά τη Γ2/4791/98 και το θεωρητικό πλαίσιο της έρευνας που διεξήγαγε το Π.Ι. από το 1997 ώς το 1999 σε σχολεία της Αθήνας και της επαρχίας για την εσωτερική αξιολόγηση, στο Ι. Σολομών, Εσωτερική Αξιολόγηση και Προγραμματισμός του Εκπαιδευτικού Εργου στη Σχολική Μονάδα, Αθ. 1999, όπου και πίνακες με Δείκτες και Kριτήρια Αξιολόγησης).
Πρέπει, π.χ., να συνειδητοποιηθεί ότι ο χρόνος που απαιτείται να διαθέτουν οι εμπλεκόμενοι στην αυτοαξιολόγηση δάσκαλοι και καθηγητές είναι πολύ περισσότερος από αυτόν που έχουν συνηθίσει να συνδέουν με τις στενά διδακτικές, γραφειοκρατικές ή άλλες υποχρεώσεις τους. Ότι μπορεί να πρέπει συχνά να επιλέξουν ερευνητικές μεθόδους κοπιαστικές, να βρεθούν αντιμέτωποι με κριτικές επώδυνες, να αντιμετωπίσουν προκαταλήψεις, φόβους και ισχυρά κατεστημένα. Kαι το κυριότερο: ότι ο αγώνας για το ποιοτικό σχολείο, αν δεν λειτουργήσει σωστά και μετατραπεί σε αγώνα για το καλύτερο σχολείο, είναι ενδεχόμενο να οδηγήσει σε ανταγωνισμούς και διαφοροποιήσεις, με σημαντικές κοινωνικές επιπτώσεις (ταξικές διακρίσεις, ελιτισμό κ.ά.).
Τα προβλήματα δεν είναι μη αντιμετωπίσιμα: από τη μια, απαιτούνται κίνητρα ζωηρά, κάτω από τη σταθερή συμπαράσταση της πολιτείας, υπομονή απέναντι στις αρχικές δυσλειτουργίες, διασφάλιση της τύχης των πορισμάτων, σύμπνοια και συλλογικότητα, και προπάντων εγκατάλειψη της αρχής της ευκολίας και του βολέματος. Από την άλλη, απαιτείται συγχρονισμένη εκκίνηση, ώστε να εξασφαλιστεί για όλους κοινή αφετηρία, και μέριμνα της Πολιτείας για εξίσου δυναμικά στις βασικές τους προδιαγραφές σχολεία (κτίρια, υποδομή, εξοπλισμός, οικονομικά μέσα, διδακτικό προσωπικό κ.ά.), ώστε να αποφεύγονται οι κύριες αφορμές ανισότητας.
Το φάντασμα της Αξιολόγησης πλανιέται εδώ και μια εικοσαετία πάνω από την εκπαίδευσή μας. Εχουμε τη γνώμη ότι θα πρέπει να το αντιμετωπίσουμε ως ενήλικες και ως ορθολογιστές και στη θέση του να προβάλουμε προτάσεις και λύσεις εφικτές, και αποδεκτές, ικανές να αναδείξουν τη δυναμική του χώρου σε όλα τα επίπεδα. Μέσα σ' ένα πλαίσιο σύμπνοιας και συνεργασίας εκπαιδευτικών και πολιτείας, σοβαρότητας απέναντι στους εκπαιδευτικούς θεσμούς και βαθιάς ευθύνης όλων για τους νέους πρέπει να γίνουν οι τολμηρές εκείνες επιλογές που θα οδηγήσουν σε αλλαγή της εκπαιδευτικής φιλοσοφίας, αλλά και των νοοτροπιών που συντηρούν παθογόνες καταστάσεις. Η αξιολόγηση είναι εγγενής παράμετρος της δημιουργίας και επιτελούμενη συνετά οδηγεί σε διάλογο, αυτογνωσία και ενεργοποίηση για βελτίωση της ποιότητας. Η απουσία της σίγουρα μας ζημίωσε• την επαναφορά της πρέπει να συνοδεύσει πνεύμα προόδου και συνεργασίας.

Από τον τύπο
Ζωή Μπέλλα

Δεν υπάρχουν σχόλια: