Παρασκευή 5 Σεπτεμβρίου 2014

Η ποινή









Του   Ευάγγελου  Παπανούτσου*

Νομικοί και φιλόσοφοι, ψυχολόγοι και κοινωνιολόγοι πολύ μελάνι έχουν ξοδέψει και όχι λιγότερη φαιά ουσία, για να εξηγήσουν την έννοια της ποινής και  για να δείξουν τη σκοπιμότητά της μέσα στον κύκλο της ατομικής ή μέσα στο σύστημα των σχέσεων της συλλογικής ζωής. Είναι τάχα η ποινή που επιβάλλεται από τα δικαιονομικά όργανα της πολιτείας, απλώς μέσο αμυντικό (κατασταλτικό και προληπτικό) που χρησιμοποιεί η πολιτικά οργανωμένη κοινωνία για να προστατεύσει τα μέλη και τους θεσμούς της από τα στοιχεία και τις πράξεις που έρχονται να την κλονίσουν -  ή μήπως, εκτός απ' αυτήν, η επιβολή της ποινής υπηρετεί και μιαν άλλη, ηθική ή παιδαγωγική, σκοπιμότητα που αποτελεί τη βαθύτερη δικαίωσή της;

Όπως ξέρουμε, οι θεωρητικοί του Δικαίου έχουν στο κεφάλαιο της ποινής διαιρεθεί σε πολλές παρατάξεις. Επικρατέστερη, τουλάχιστο στα χρόνια μας, είναι η παράταξη που υποστηρίζει  ότι  μια οργανωμένη κοινωνία   έχει το δικαίωμα  να ασφαλιστεί με όλα τα μέσα απέναντι σε όσους επιβουλεύονται την έννομη τάξη της,  αφαιρώντας από τα απείθαρχα μέλη της την ικανότητα να βλάψουν και δεύτερον εκφοβίζοντας όσους ίσως θα δοκιμάσουν αύριο τον πειρασμό να μιμηθούν το παράδειγμα των πρώτων, για να μην το επιχειρήσουν.


Για   εκείνους  όμως  που δεν ησυχάζουν παρά την ώρα που θα κατορθώσουν να ρίξουν λίγο φως μέσα στα σκοτεινά βάθη του κόσμου της ψυχής και να πλησιάσουν το μυστήριο του, η ποινή που παρακολουθεί το αδίκημα  έχει βαθύτερη για τον άνθρωπο σημασία και μια σκοπιμότητα που ξεπερνά τα όρια της κοινωνικής άμυνας. Είναι μια εξωτερική παρόρμηση προς τον ένοχο να ξανακοιτάξει την πράξη του, να ζυγίσει τις προθέσεις και τα αποτελέσματά της, να δει με ποιο τρόπο κινήθηκαν απέναντι του όχι μόνο τα πρόσωπα που άμεσα ή έμμεσα ανακατεύτηκαν στην υπόθεση, αλλά και οι απρόσωπες δυνάμεις της συλλογικής ζωής που ελέγχουν τις διάφορες λειτουργίες της -  και ανάλογα με την ποιότητα του ψυχικού του μετάλλου, με την αγωγή που έχει δεχτεί και με τις περιστάσεις που τον βρήκαν, να ξεκαθαρίσει κατά κάποιο τρόπο τη στάση του και προς τις δύο διευθύνσεις: και προς το παρελθόν και προς το μέλλον. Προς ό,τι έχει ήδη συντελεστεί και δεν μπορεί πια να αλλάξει, και προς  ό,τι τον περιμένει πάλι αύριο επάνω στο δρόμο της ζωής που έχει ακόμη να διανύσει.

Μπορεί κατά την ιστορική προέλευσή της η ποινή να καθιερώθηκε από το αναπόφευκτο γεγονός της εκδίκησης· από την ιστορία του Δικαίου γνωρίζουμε πόσο μόχθησε ο άνθρωπος να χαλιναγωγήσει αυτό το φοβερό ορμέμφυτο και να ρυθμίσει την ανταπόδοση του κακού με κανόνες που να την κρατήσουν μέσα σε κάποια όρια που είναι απαραίτητα για την ευρυθμία του συλλογικοί βίου. Οπωσδήποτε το νόημα της ποινής δεν ταυτίζεται πια με το αρχικό ιστορικό και ψυχολογικό της περιεχόμενο. Από τα ίδια τα πράγματα, δηλαδή από την πνευματική και ηθική εξέλιξη του ανθρώπου, πήρε μια σημασία που εύκολα δεν μπορεί κανείς να την αμφισβητήσει. Προσφέρει  μια διπλή ευκαιρία που όσο τη συλλογιζόμαστε, τόσο τη βρίσκουμε εξαιρετικά σημαντική και πολύτιμη για τον άνθρωπο που παραστράτισε. Από το ένα μέρος του ανοίγει το δρόμο να αποπλύνει με τη μεταμέλεια το στίγμα της ενοχής, με τον ηθικό βασανισμό να εξισωθεί κατά κάποιο τρόπο ο θύτης με το θύμα, να γίνει μέσα στο μαρτύριο του η αντιστάθμιση που φυσικά δεν εξουδετερώνει το κακό, οπωσδήποτε όμως κλείνει το λογαριασμό του -  και από το άλλο μέρος προσφέρει στον καταλυτή τη δυνατότητα, με τη συμμόρφωση προς τις επιταγές της (δηλαδή με την έκτιση της ποινής), να συμφιλιωθεί πάλι με την έννομη τάξη που παραβίασε.

Μία από τις ωραιότερες πνευματικές κατακτήσεις του ανθρώπου είναι το ότι κατάφερε να βάλει τον αδικούντα αντιμέτωπο όχι προς τον αδικούμενο, αλλά κυρίως προς το απρόσωπο, το πολιτικά οργανωμένο κοινωνικό σύνολο. Τους νόμους αυτού του συνόλου κατά πρώτο λόγο παραβιάζει η άδικη πράξη. Απέναντι του λοιπόν έχει να κανονίσει τους λογαριασμούς του ο ένοχος. Η αδικοπραγία τον έχει βγάλει έξω από την κοινωνική ομάδα. η ποινή του δίνει τώρα την ευκαιρία να ξαναγυρίσει στους κόλπους της. Αν την εκτελέσει έως το τέλος, η συμμόρφωσή του προς την απόφαση του κολασμού εκφράζει την έμπρακτη αναγνώριση των νόμων που ρυθμίζουν τη συλλογική ζωή, και για τούτο τον αποκαθιστά κοινωνικά, του δίνει δηλαδή το δικαίωμα να ζήσει πάλι μέσα στον κύκλο των ομοίων του ελεύθερος και ισότιμος μ' αυτούς.

Φυσικά και στις δύο περιπτώσεις πρόκειται για δυνατότητες που ανοίγονται, όχι για πραγματικά αποτελέσματα  που κατά κανόνα απορρέουν από την πράξη του κολασμού. Αν μπορούσε να φέρνει πάντα αυτές τις σωτήριες συνέπειες η ποινή, η ανθρωπότητα θα είχε προ  πολλού μεταβληθεί σε κοινωνία αγγέλων. Η φύση όμως του ανθρώπου είναι καμωμένη από σκληρά υλικά και γι' αυτό όλα τα παιδαγωγικά μέτρα που έχουν επινοηθεί για τη βελτίωσή της, δεν φέρνουν πάντοτε τα αποτελέσματα που περιμένουμε από την εφαρμογή τους. Άλλον άνθρωπο συνετίζει η τιμωρία και του ανοίγει το δρόμο του εξαγνισμού, άλλον πάλι τον εξευτελίζει, τον τσαλακώνει και τότε η ψυχή του σκοτεινιάζει περισσότερο. Άλλοτε ο κολασμός οδηγεί στην αναγνώριση ακόμη και αυτής της φριχτής σκοπιμότητας που έχουν μερικοί πολύ τυφλοί και απάνθρωποι νόμοι, και υψώνει ψυχικά τα θύματά τους σε μια βαθύτερη κατανόηση και παραδοχή της κοινωνικής νομοτέλειας· άλλοτε πάλι εξαγριώνει περισσότερο όσους δύσκολα πειθαρχούν σε κανόνες που δεν καταλαβαίνουν και εξωθεί την ανένδοτη υπεροψία τους στην ανταρσία και στο οργανωμένο έγκλημα. Για να βεβαιωθούμε πόσο αναπόφευκτες γίνονται αυτές οι τυπολογικές παραλλαγές, ας υποθέσουμε για μια στιγμή ότι όχι τον Σωκράτη, αλλά τον Αλκιβιάδη υποχρέωναν οι αρχαίοι δικαστές να πιει  το κώνειον, ή ότι όχι ο Δημήτρης Καραμαζώφ  αλλά ο αδελφός του Ιβάν καταδικαζόταν σε καταναγκαστικά έργα και έπαιρνε το δρόμο της Σιβηρίας. Αν είχαν συμβεί αυτά τα ανάποδα γεγονότα, ο Κρίτων του Πλάτωνα ασφαλώς δεν θα είχε γραφεί και ορισμένως ο Ντοστογιέφσκι θα είχε δώσει άλλη πορεία και άλλο νόημα  στο  μυθιστόρημά  του.  

Δεν  είναι  λοιπόν  πάντοτε  η  ποινή  καθαρμός    της  ψυχής   και  συμφιλίωση  με  τους  νόμους.  Είναι  μόνο  η  δυνατότητα  αυτής   της  διαλλαγής  και  αυτού  του  καθαρμού.

Επίκαιρα  και  ανεπίκαιρα
Εκδόσεις  νόηση
Σελ.   57- 63
Διασκευασμένο  κείμενο


Ε. Παπανούτσος  :  
Γεννήθηκε το 1900 στον Πειραιά. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια Αθηνών, Βερολίνου, Τυβίγγης καί Παρισίων. Διετέλεσε διδάκτωρ της Φιλοσοφίας, του γερμανικού Πανεπιστημίου της Τυβίγγης. Καί «τιμής ένεκεν» διδάκτωρ του Δικαίου, του σκωτικού Πανεπιστημίου του Αγίου Ανδρέου. Υπηρέτησε την Εκπαίδευση από το 1920, και ως εκπαιδευτικός πέρασε όλες τις βαθμίδες της ιεραρχίας, έως ότου (μετά την απελευθέρωση της Χώρας) διορίστηκε Γενικός Διευθυντής και αργότερα (1950 και 1963) Γενικός Γραμματέας στο Υπουργείο της Παιδείας. Εδίδαξε επί 20 χρόνια Φιλοσοφία, Ψυχολογία και Παιδαγωγικά στον μορφωτικό σύλλογο «Αθήναιον». Διετέλεσε Αντιπρόεδρος του «Αθηναϊκού Τεχνολογικού Ομίλου» και Βουλευτής Επικρατείας στην πρώτη Δημοκρατική Βουλή. Με τη διεύθυνσή του δημοσιεύτηκαν 15 τόμοι του Περιοδικού «Παιδεία» (1946-1961) και 100 τόμοι Αρχαίων Ελλήνων Συγγραφέων, έκδοση Ι. Ζαχαρόπουλου (1954-1958). Το συγγραφικό του έργο περιλαμβάνει δεκάδες βιβλία, όχι μόνο στην Ελληνική, αλλά και στη γερμανική, την αγγλική και τη γαλλική. Απέθανε το 1982. Εργασίες τού Ε. Π. Παπανούτσου έχουν δημοσιευθεί σε πολλά επιστημονικά περιοδικά της Ευρώπης και της Αμερικής.

Δεν υπάρχουν σχόλια: