Κυριακή 19 Φεβρουαρίου 2012

Θα τα βγάλουμε πέρα υπό ένα όρο : ότι θα προσπαθήσουμε όλοι μαζί.















Αποσπάσματα  από  συνεντεύξεις  του  ποιητή   Τίτου   Πατρίκιου


Πώς  γράφεται ένα  ποίημα,  κύριε   Πατρίκιε;
Δεν υπάρχει συνταγή. Όπως γράφονται όλα τα πράγματα.  Παίρνεις ένα χαρτί και κάθεσαι
και γράφεις.  Μερικοί γράφουν σε κομπιούτερ… 

Δεν υποκύψατε στον πειρασμό;
(γέλια)δεν έχω υποκύψει στον πειρασμό. Όπως έχει πει ο Όσκαρ Ουά'ι'λντ,  ο καλύτερος  τρόπος να αποφύγουμε τον πειρασμό είναι να υποκύψουμε σ' αυτόν.  Αλλά με τα  ηλεκτρονικά δεν τα πάω καλά και κυρίως γιατί μ' αρέσει το χαρτί και η πένα. Το  ευχαριστιέμαι περισσότερο.  Αλλά για να ξανάρθουμε στο ποίημα. Εκείνο που δεν πρέπει να ξεχνάμε είναι ότι και γραφή  είναι μια δουλειά.  Βέβαια, χρειάζεται να έχουμε μια στιγμής διαύγεια, αυτό που λέμε έμπνευση, αλλά κυρίως  αυτό που χρειάζεται είναι η δουλειά. Και είναι αντίστοιχη δουλειά μ' αυτή που κάνει ένας   τεχνίτης, ο χτίστης, ο μαραγκός, ο τσαγκάρης. Και όπως ένας μαραγκός καμιά φορά, κόβει  το χέρι του με το κοπίδι, έτσι κι αυτός που γράφει, κόβει το χέρι του γράφοντας άσχημα,  και όπως ο τεχνίτης βλέπει τι λάθος έκανε και το διορθώνει έτσι κι αυτός που γράφει  κάποια στιγμή πρέπει να δει αν αυτό που έγραψε είναι καλό.

Η ποίηση σας μπορεί να κουβαλάει βαρύ φορτίο αλλά είναι λυτρωτική. Πώς το  καταφέρνετε;
Αν η ποίηση μου καταφέρνει να έχει για τον αναγνώστη μια θετική λειτουργία, αυτό που  λέτε εσείς λυτρωτική, είναι η μεγαλύτερη ικανοποίηση για μένα. Αλλά πως γίνεται αυτό δεν   το ξέρω, και δεν το ξέρει κανείς γιατί αλλιώς θα κυκλοφορούσαν συνταγές κι όλοι θα  γράφανε αριστουργηματικά ποιήματα. Κανείς δεν μπορεί να γράψει πάντα καλά. Απ' ότι  γράφουμε ένα μικρό ποσοστό διασώζεται ως καλό. […]   

Κύριε Πατρίκιε, είχατε από τα νεανικά σας χρόνια μια αγωνία για τον άνθρωπο. Την  έχετε ακόμα;
Αισθάνομαι, ότι πρέπει οι ποιητές να κάνουμε μια προσπάθεια να φέρουμε την ποίηση σε  επαφή με τον κόσμο. Όχι να χαμηλώσουμε την ποιότητα, να την κάνουμε πιο κατανοητή,  όπως συνήθως λέγεται. Αλλά να μιλάμε με τον κόσμο, να διαβάζουμε τα ποιήματα μας  δημόσια. Είχα,  πριν λίγο καιρό, μια πολύ ωραία εμπειρία στην Καλαμάτα.  Ένας φίλος μου, φυσικός,  που αγαπάει πολύ την ποίηση μου, είχε την πρωτοβουλία και  πρότεινε στο διευθυντή του ΙΚΑ, έναν καλλιεργημένο άνθρωπο, να βάλει ποιήματα μου  στους τοίχους των αιθουσών αναμονής, εκεί που ο κόσμος περιμένει τους γιατρούς.  Ο διευθυντής βρήκε καταπληκτική την ιδέα και έτσι ,γέμισαν τις αίθουσες του ΙΚΑ με τα   ποιήματα και ομόρφυνε ο χώρος…  Ήταν μεγάλη ηθική ικανοποίηση για μένα όταν πήγα στα εγκαίνια και είδα τον κόσμο που    περίμενε τους γιατρούς για την καρδιά του, τα πνευμόνια του ,τα νεφρά του, να διαβάζει    τα ποιήματα μου και να ευχαριστιέται.    Μακάρι τέτοιες πρωτοβουλίες να γίνονται σε όλους τους δημόσιους χώρους.

Ποιος είναι ο ρόλος του ποιητή, σήμερα. Έχει ευθύνη;
Ευθύνη του ποιητή, πρώτη και βασική, είναι να γράφει καλά. Και για να γράφει καλά θα πρέπει να γράφει με συνείδηση. Θα έλεγα με εργασιακή συνείδηση. Όπως απαιτούμε από τους άλλους με την οικονομική κρίση που έχουμε να δουλεύουν παραγωγικά, έτσι πρέπει και οι ποιητές να δουλεύουν. Αυτή είναι η πρώτη ευθύνη. Η δεύτερη είναι να απαλλαγούμε από   αυτό που νομίζουμε ότι χρωστάμε στην κοινωνία, ότι είμαστε οφειλέτες, ότι έχουμε να    εκπληρώσουμε ένα χρέος. Το μόνο που χρωστάμε στη κοινωνία είναι να γράφουμε καλά  και   να προσπαθούμε να επικοινωνούμε με τους ανθρώπους.

''Η ποίηση αναπληρώνει αυτό που δεν μπορείς να ζήσεις''.  Συμφωνείτε με την Κική Δημουλά;
Πρώτα, πρώτα είναι ωραίος ο στίχος «Η ποίηση αναπληρώνει αλλά δεν αντικαθιστά τη ζωή».  Η αναπλήρωση δεν είναι αντικατάσταση. Σου γεμίζει ένα κενό αλλά αυτό δε σημαίνει ότι   παύεις να ζεις.

Θα μας πείτε κάτι αισιόδοξο για τη χώρα μας που βάλλεται  από τους ξένους ;
Νομίζω ότι οι ξένοι το έχουν παραξηλώσει. Μας έχουν βρει το σάκο του μποξ. Προσπαθούν  να λύσουν τα δικά τους προβλήματα, χτυπώντας την Ελλάδα. Αλλά από την άλλη,  προσφερθήκαμε σε αυτό με τα διάφορα που έγιναν.    Είναι πολύ δύσκολα τα πράγματα αλλά δεν είναι χειρότερα από άλλες εποχές. Μεγάλωσα  στον πόλεμο, σε μια εποχή που παθαίναμε φυματίωση από αδυναμία γιατί δεν είχαμε να  φάμε και το φάρμακο ήταν η υπερτροφία. Τώρα πηγαίνουμε σε ινστιτούτα αδυνατίσματος  για να χάσουμε βάρος, να μη πάθει η καρδιά μας,... ε, δεν είναι ίδια εποχή. Δύσκολα τα  πράγματα αλλά δεν είμαστε στην κατοχή, στην καταστροφή. Θα τα βγάλουμε πέρα υπό ένα  όρο : ότι θα  προσπαθήσουμε όλοι μαζί. Να είμαστε όλοι μέσα. Και αυτό είναι δύσκολο γιατί  το πιο σοβαρό σήμερα, είναι ότι έχει χαλαρώσει  η κοινωνική συνοχή και αλληλεγγύη. Και  εκεί η τέχνη μπορεί να παίξει κάποιο ρόλο : φέρνοντας τους ανθρώπους κοντά και  τον  καθένα με  τον  εαυτό του.
Πιστεύετε   στον  Έλληνα,  κύριε  Πατρίκιε;
Θα σας έλεγα και ναι και όχι.  Στον Έλληνα που δουλεύει πιστεύω. Στον Έλληνα της  καφετέριας, δεν πιστεύω.
Συνέντευξη  στην  Κωστούλα  Τωμαδάκη

Αρκετά   ποιήματά  σας  μιλάνε  για  το   θάνατο. Φοβάστε;
«Τον θάνατο πάντα τον φοβόµουν.  ∆εν υπήρξα ποτέ άφοβος, ακόµα κι όταν αντιµετώπιζα τον θάνατο. Προσπαθώ µέχρι  σήµερα να κατανικώ τον φόβο µου, όχι να τον αρνηθώ, ούτε να τον αγνοήσω. Αλλά, από µια µεριά, ο φόβος είναι χρήσιµος, γιατί χωρίς φόβο δεν βλέπεις τα πράγµατα· αν δεν σε τυφλώσει, µπορεί να σε κάνει δηµιουργικό. Η ποίηση είναι ένας τρόπος να κατανικήσεις τον φόβο, γιατί αναγνωρίζοντας τον εαυτό σου αναγνωρίζεις τον άλλον. Να, χθες σε µια εκδήλωση µε πλησίασε ένας άγνωστός µου και µου είπε “σας ευχαριστώ, ένας στίχος σας µε βοήθησε σε µια δύσκολη στιγµή της ζωής µου”. Εκεί νιώθεις ότι και η ποίηση σε κάτι χρησιµεύει».
Ποιος ήταν ο στίχος αυτός;    «∆οκίµασα και την εκδίκηση, πάλι εγώ ήµουν ο χαµένος».

Η κρίση μπορεί να μας βγάλει σε κάτι καλό;
«Το τι είναι καλό για το µέλλον συζητιέται. Αν κάποιοι πιστεύουν ότι το καλό µέλλον είναι να επανέλθουµε στην κατάσταση όπου µια οικογένεια είχε τέσσερα αυτοκίνητα και οκτώ κινητά, τότε πλανώνται πλάνην οικτράν. Το καλύτερο είναι να εξασφαλιστεί η αξιοπρεπής διαβίωση όλων αλλά και να επιτευχθούν η επικοινωνία και η αλληλεγγύη των ανθρώπων. Η αλληλεγγύη που πραγµατώνεται χωρίς ανταλλάγµατα, και µάλιστα αυτή που γίνεται και ανάµεσα σε ανθρώπους µε διαφορετικές ιδέες, πρακτικές, αντιλήψεις. Το τελευταίο είναι και το πιο δύσκολο. Σκέφτοµαι ότι ίσως η κρίση στενεύοντας τις δυνατότητες της καταναλωτικής διασκέδασης ωθήσει τους ανθρώπους να ανακαλύψουν τη γοητεία και την απόλαυση της τέχνης. Υπάρχει το παράδειγµα της Κατοχής, µε την πνευµατική δραστηριότητα, τα  θέατρα  γεµάτα  κόσµο κτλ.».

Συνέντευξη του Τίτου Πατρίκιου στον  Γιάννη Ν. Μπασκόζο δημοσιεύτηκε στο Βήμα, 20/112011.


Τίτος Πατρίκιος (1928). Ο Τίτος Πατρίκιος γεννήθηκε στην Αθήνα, γιος των ηθοποιών Σπύρου και Λέλας Πατρικίου. Το 1946 ολοκλήρωσε τα γυμνασιακά του μαθήματα στο Βαρβάκειο και γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Εργάστηκε για κάποια χρόνια ως δικηγόρος. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση, στρατευμένος αρχικά στην ΕΠΟΝ και στη συνέχεια στον ΕΛΑΣ. Το 1944 καταδικάστηκε σε θάνατο από συνεργάτες των γερμανών και η εκτέλεσή του ματαιώθηκε την τελευταία στιγμή. Κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας εξορίστηκε στη Μακρόνησο (1951-1952) και κατά τη διετία 1952-1953 στον Άη Στράτη, από όπου επέστρεψε στην Αθήνα με άδεια εξορίστου. Από το 1959 ως το 1964 σπούδασε κοινωνιολογία στην Ecole Pratique des Hautes Etudes του Παρισιού και πήρε μέρος σε έρευνες του Εθνικού Κέντρου Επιστημονικής Έρευνας της Γαλλίας. Επέστρεψε στην Ελλάδα, μετά την επιβολή της δικτατορίας του Παπαδόπουλου όμως, κατέφυγε ξανά στο Παρίσι, όπου πήρε μέρος σε εκδηλώσεις ενάντια στο παράνομο καθεστώς, και εργάστηκε στην έδρα της Unesco στο Παρίσι και στη Fao στη Ρώμη. Στην Ελλάδα επέστρεψε το 1975 και εργάστηκε ως δικηγόρος, κοινωνιολόγος και λογοτεχνικός μεταφραστής. Το 1982 επέστρεψε στη θέση που κατείχε στο Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών πριν το 1967. Στην Αθήνα εργάστηκε επίσης στο Κέντρο Μαρξιστικών Μελετών. Η πρώτη του εμφάνιση στο χώρο των γραμμάτων πραγματοποιήθηκε το 1943 με τη δημοσίευση ενός ποιήματός του στο περιοδικό "Ξεκίνημα της Νιότης", ενώ το 1954 εκδόθηκε η πρώτη ποιητική συλλογή του με τίτλο "Χωματόδρομος". Ιδρυτικό μέλος του περιοδικού "Επιθεώρηση Τέχνης" από το 1954 δημοσίευσε πολλά άρθρα και κριτικές στις στήλες του, ενώ πολλά δοκίμιά του συμπεριλήφθηκαν σε συγκεντρωτικές εκδόσεις. Ασχολήθηκε επίσης με τη μετάφραση (κείμενα των Σταντάλ, Αραγκόν, Μαγιακόφσκι, Νερούντα, Γκόγκολ, Γκαρωντύ, Λούκατς και άλλων) και την πεζογραφία, ενώ τα περισσότερα κοινωνιολογικά έργα του είναι γραμμένα στα γαλλικά. Έργα του μεταφράστηκαν στα γαλλικά, τα φλαμανδικά, τα γερμανικά και τα ολλανδικά. Το 1994 τιμήθηκε με ειδικό κρατικό βραβείο για το σύνολο του έργου του.
(Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.)

Δεν υπάρχουν σχόλια: