Η σημερινή δύσκολη καμπή στην οποία βρίσκεται η χώρα μας οφείλεται, πέρα από δομές και ιστορικές συγκυρίες, σε πράξεις και συμπεριφορές συγκεκριμένων προσώπων: πολιτικών σε υπεύθυνες θέσεις που παρέβησαν το καθήκον τους και ενίοτε και τον νόμο, αλλά και αποσιώπησαν σοβαρά προβλήματα και παρέλειψαν να λάβουν εγκαίρως τα αναγκαία μέτρα· δημόσιων λειτουργών και προμηθευτών που μέσω πλαστών τιμολογίων κατάκλεβαν το Δημόσιο· επαγγελματιών που απέκρυπταν τα εισοδήματά τους και απέφευγαν προκλητικά να πληρώνουν φόρους· καταπατητών δημόσιας γης· εμπρηστών που κατέκαιαν δασικές εκτάσεις για να τις μετατρέψουν σε οικόπεδα-«φιλέτα»· σκοτεινών εγκληματικών στοιχείων που πυρπολούσαν κεντρικά σημεία των πόλεων και προκαλούσαν ανυπολόγιστες ζημιές στην οικονομία· αργόμισθων που, εκτός του ότι είχαν διοριστεί σε θέσεις κατά παράκαμψη κάθε νόμιμης και αξιοκρατικής διαδικασίας, πληρώνονταν από τον δημόσιο κορβανά χωρίς να προσφέρουν το παραμικρό, και τόσων άλλων.
Η κοινή γνώμη δίκαια αγανακτεί για τις περιπτώσεις αυτές και απαιτεί την παραδειγματική τιμωρία των ενόχων. Διάχυτη είναι η αίσθηση ότι οι διαφόρων ειδών ασυλίες πρέπει να σταματήσουν. Πρώτη απ΄ όλες, η επίσημη ασυλία υπουργών και βουλευτών, ρύθμιση-ντροπή που έχει μάλιστα περιβληθεί με την περιωπή συνταγματικής διάταξης, και για την οποία κοινό αίτημα είναι ότι πρέπει να βρεθεί τρόπος να παρακαμφθεί ώσπου να αναθεωρηθεί το Σύνταγμα. Πέρα από έναν μικρό αριθμό διώξεων που γίνονται με αποκλειστικά πολιτικά κίνητρα και αφορούν πολιτικές ενέργειες ή και έκφραση γνώμης, η ασυλία αυτή δεν είναι τίποτε άλλο παρά ωμή ατιμωρησία που οι νομοθετούντες έχουν απλόχερα προσφέρει στον εαυτό τους.
Υπάρχουν όμως και ανεπίσημες ασυλίες, πολλές από τις οποίες συνεπάγονται επίσης ατιμωρησίες· και πολυάριθμοι είναι αυτοί που τις διεκδικούν για τον εαυτό τους ή πάντως τις ανέχονται για ορισμένες κατηγορίες προσώπων. Οι ασυλίες αυτές είναι πολλών ειδών. Ασυλία διεκδικεί, για παράδειγμα, το κόμμα που αρνείται τον νόμιμο έλεγχο των οικονομικών του, ενώ τον ζητεί επίμονα για όλα τα άλλα. Ασυλία, που συνοδεύεται και από ατιμωρησία, ανέχονται πολλοί από εμάς να υπάρχει υπέρ των πολιτικών που κατά παρέκκλιση κάθε νομότυπης διαδικασίας διόρισαν στο Δημόσιο «τα δικά μας παιδιά», ή που με σκανδαλώδεις νόμους ευνόησαν την ποδοσφαιρική ομάδα που υποστηρίζουμε· ή πάλι αισθανόμαστε ότι προσήκει επιείκεια υπέρ καταχραστών που δεν έβαλαν τα χρήματα στην τσέπη τους αλλά «μόνο» στα ταμεία της ομάδας.
Συχνό φαινόμενο είναι εξάλλου στη χώρα μας και το ακόλουθο: διάφορες ρυθμίσεις τής εκάστοτε νόμιμα εκλεγμένης κυβέρνησης, σχεδιαζόμενες ή ευρισκόμενες ήδη σε ισχύ, κρίνονται αυτοδίκαια επαχθείς από ορισμένα πρόσωπα ή κοινωνικές ομάδες, με συνέπεια όσοι θεωρούν ότι θίγονται να εφορμούν ακάθεκτοι, με μπουλντόζες ή πάντως με ακραία συνθήματα κατά των θεσμών, πλήττοντας δικαίους και αδίκους και παραβαίνοντας κραυγαλέα τον νόμο, ταυτόχρονα όμως διεκδικώντας ασυλία και ατιμωρησία, εξ ονόματος μάλιστα μιας «υψηλότερης» δικαιοσύνης που δήθεν νομιμοποιεί την αυτοδικία. Στις αντιδράσεις τους αυτές βρίσκουν συχνά ηθικούς υποστηρικτές πρόσωπα της δημόσιας ζωής, που έχουν επί χρόνια αποκομίσει σημαντικότατα προσωπικά οφέλη από τη συμμετοχή τους σ΄ αυτήν αλλά και από την ομαλή λειτουργία των θεσμών και θεωρούν ότι διαθέτουν την ασυλία να προτρέπουν εκ του ασφαλούς τους πολίτες σε ανυπακοή. Αποσιωπούν βέβαια ότι η λεγόμενη πολιτική ανυπακοή, ως μορφή θεμιτής διαμαρτυρίας, πρέπει να συνοδεύεται από αποδοχή των κυρώσεων του νόμου.
Πώς μπορούμε όμως ταυτόχρονα να αγανακτούμε για τις ατιμωρησίες της πρώτης κατηγορίας και, τουλάχιστον κάποιοι από εμάς, να θεωρούμε ανεκτές εκείνες της δεύτερης; Είναι δυνατή μια διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στις δύο; Η απάντηση είναι κατηγορηματικά «όχι». Και ο λόγος είναι απλός: η νομιμότητα δεν είναι κατ΄ επιλογήν, είναι μία και αδιαίρετη. Όσο και αν αληθεύει ότι η νομιμότητα δεν λύνει από μόνη της όλα τα προβλήματα, άλλο τόσο αληθεύει ότι καμία λύση δεν νοείται χωρίς νομιμότητα. Η νομιμότητα είναι αναπόσπαστο στοιχείο της δημοκρατίας, η ανομία είναι ασυμβίβαστη με τους δημοκρατικούς θεσμούς.
Στη χώρα μας συνηθίζουμε να βλέπουμε την πολιτική εξουσία σαν κάτι ξένο από εμάς και τους νόμους μας σαν αποφάσεις κάποιων «εκεί πάνω», στη διαμόρφωση των οποίων δεν συμβάλαμε δήθεν και εμείς, έτσι ώστε η εφαρμογή τους να είναι για εμάς σχεδόν προαιρετική. Η δημοκρατία μας δεν λειτουργεί ασφαλώς χωρίς προβλήματα. Ένα βασικό όμως από αυτά, και επ΄ ουδενί μέρος της λύσης, είναι και η συμβολή στην ανομία, έστω και με μόνη την ανοχή και αδιαφορία απέναντί της. Όποιος δεν τηρεί τους νόμους, δεν χλευάζει τους «κρατούντες», αδικεί όλους τους άλλους συμπολίτες του. Ακόμη και εκεί που δεν τους κλέβει, όπως ο φοροφυγάς, χρήματα, τους κλέβει σεβασμό και αξιοπρέπεια.
Παύλος Κ. Σούρλας
Εφημερίδα το Βήμα
Ο κ. Παύλος Κ. Σούρλας είναι καθηγητής της Φιλοσοφίας του Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου