Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2011

Το ερωτηµατολόγιο της Ιστορίας















θα µπορούσαµε να φανταστούµε ότι τη συλλογική µας µοίρα την ορίζει ο συνδυασµός των Ναι και των Όχι µε τα οποία απαντάµε στο ερωτηµατολόγιο της Ιστορίας – η οποία, αν δεχόταν να γραφτεί «κατόπιν ωρίµου σκέψεως», θα µας επέτρεπε να τη φιλοτεχνήσουµε µε µια σειρά από δηµοψηφίσµατα. Ευτυχώς ή δυστυχώς, τούτη η χάρη δεν µας δίνεται. Και αυτό που µας δίνεται, συνήθως σε καιρούς δύσκολους και µήνες οργισµένους, είναι η ευκαιρία να κάνουµε τον απολογισµό για τις καταφάσεις και τις αρνήσεις που, καθώς το λέει και ο ποιητής, θα µας καταβάλλουν σε όλη τη ζωή µας. Και µε τη συνειρµική ευκαιρία της εθνικής Επετείου, ας µιλήσουµε, έτσι σκόρπια, για κάποια Όχι που θα έπρεπε να έχουµε πει, που δεν είπαµε και που πάσα ανάγκη είναι να πούµε από δω και πέρα.


∆εν είπαµε, και πρέπει να πούµε, Όχι στον πολύµορφο δαίµονα της εφησυχάζουσας αυταρέσκειας: είναι αυτός που, ντυµένος κάποτε κλασικό χιτώνα και χλαµύδα, µας έκανε να πιστεύουµε ότι τα οµόλογά µας δεν είναι εγγυηµένα από το νεοελληνικό ∆ηµόσιο αλλά από το ολύµπιο δωδεκάθεο, και ότι αυτά που µας «χρωστάνε» οι άλλοι µεταφορικά είναι πολύ περισσότερα από, και κατά κάποιο τρόπο ανταλλάξιµα µε, αυτά που χρωστάµε εµείς στους άλλους κυριολεκτικά και είναι αυτός ο ίδιος δαίµονας που, άλλοτε παίζοντας τον «Καραγκιόζη καταφερτζή» και άλλοτε το µπεγλέρι της σύγχρονης µαγκιάς, λιµπιζόταν Ολυµπιακούς τηνώρα που σκάρωνε «Greek statistics».

∆εν είπαµε, και πρέπει να πούµε, Όχι στην ιδεοληπτική ρητορική που για χρόνια έκανε την «προοδευτικότητα» αν-ιστορικό απολίθωµα και µουσειακό έκθεµα και µε τον τρόπο αυτό απάλλαξε τους εγχώριους «προοδευτικούς» από την υποχρέωση της πολιτικής-ιδεολογικής επιµόρφωσης και της διά βίου µάθησης.

∆εν είπαµε, και πρέπει να πούµε, Όχι στις σαρωτικές απλουστεύσεις και γενικεύσεις του ιδιωτικού και δηµόσιου λόγου που, ανέκαθεν αλλά ιδιαίτερα τον τελευταίο καιρό, µας εθίζουν όλο και περισσότερο στο να βλέπουµε τον οποιονδήποτε πολιτικό, δηµοσιογράφο, δηµόσιο υπάλληλο ή πανεπιστηµιακό ως νοµοτελειακή ενσάρκωση συλλογικής ενοχής και φαυλότητας.

∆εν είπαµε, και πρέπει να πούµε, Όχι στη σχιζοφρενική και αποδεδειγµένα αντιπαραγωγική παλινδρόµηση ανάµεσα στην καχύποπτη, και συχνά ξενοφοβική, ευκολία µε την οποία κατασκευάζουµε σενάρια συνωµοσίας σε βάρος της εθνικής µας αξιοπρέπειας και στην, άλλοτε ανοµολόγητη και άλλοτε υποσυνείδητη, προσδοκία της έξωθεν και άνωθεν σωστικής παρέµβασης.

∆εν είπαµε, και πρέπει να πούµε, Όχι τόσο στους άτυπους όσο και στους θεσµικά κατοχυρωµένους µηχανισµούς πληροφόρησης και αξιολόγησης που καλλιεργούν και διαχέουν στην κοινωνία την κουλτούρα του «φαίνεσθαι», της σοβαροφάνειας και της επικοινωνιακής τσαχπινιάς – µηχανισµούς που λειτουργούν ανακυκλωτικά µε όσους (οργανικούς «δηµιουργούς» και ανόργανους «διανοουµένους») αναγνωρίζονται απλώς επειδή τυγχάνουν αναγνωρίσιµοι και που εγκλωβίζουν την κοινή αντίληψη ανάµεσα στο «είσαι ό,τι δηλώσεις» και στο «είσαι ό,τι σε δηλώσουν».

∆εν είπαµε, και πρέπει να πούµε, Όχι στις παραπλανηµένες, µισαλλόδοξες και συχνά κακόβουλες µειονότητες του εκπαιδευτικού χώρου που, δογµατικά και αδιακρίτως, έχουν επικηρύξει κάθε είδους εκπαιδευτική διαδικασία και ερευνητική δραστηριότητα ως ιδιοτελή διακονία σε «αλλότρια» συµφέροντα – το «κούρεµα» της γνώσης θα συνεχίσει να µας πονάει και να µας υπονοµεύει ακόµη και αν κάποτε αρχίσει η ανατρίχωση µετά το άλλο «κούρεµα».

∆εν είπαµε, και πρέπει να πούµε, Όχι στην τραγικά εκπρόθεσµη και µικρονοϊκή ρητορική του πολιτικού ο οποίος ερµηνεύει αυτό που ζει σήµερα η κοινωνία µας αποκλειστικά µε όρους κοµµατικής ευθύνης του «άλλου».

∆εν είπαµε, και πρέπει να πούµε, Όχι στη βολική θυµοσοφία της εθνικής «αυτοκριτικής» του τύπου «εµείς δε θα γίνουµε ποτέ άνθρωποι» και «αυτό το κράτος δεν πρόκειται να αλλάξει ποτέ», όχι µόνο επειδή µια συχνά δικαιολογηµένη απογοήτευση δεν πρέπει να γίνεται άλλοθι παραλυτικής αδράνειας αλλά κυρίως επειδή ως κοινωνία, και συγκριτικά µε άλλες προχωρηµένες κοινωνίες, διαθέτουµε (ακόµη) ικανά αποθέµατα θετικής ενέργειας, πηγαίας, κάποτε χαρισµατικής, κοινωνικότητας και γνήσιας αγάπης για εκείνους που έρχονται για να παραλάβουν από εµάς.

Θεόδωρος Δ. Παπαγγελής
Εφημερίδα  το Βήμα



Ο κ. Θεόδωρος Δ. Παπαγγελής είναι καθηγητής του Τµήµατος Φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήµιο Θεσσαλονίκης.

Δεν υπάρχουν σχόλια: