Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου 2011

Ο Τύπος και τα πρότυπα













Ακόμα κι αν δεν ήταν στους στόχους του, θα ήταν αδύνατο για τον Τύπο να μην επηρεάζει συνειδήσεις, να μη διαμορφώνει γούστα, να μην επιβάλλει πρότυπα γλωσσικά, αισθητικά, πολιτικά, ιδεολογικά. Ποικιλόμορφη η Μεγάλη του Τύπου Σχολή, έντυπη, ραδιοφωνική, τηλεοπτική, διαδικτυακή, υστερεί σε πολλά έναντι της θεσμικής εκπαίδευσης, εντούτοις διαθέτει και κάποια πλεονεκτήματα. Το πρώτο απορρέει από το γεγονός ότι λειτουργεί αδιαλείπτως, αντίθετα με το κανονικό σχολείο, που και πενθήμερο έχει και διακοπές. Πλεονέκτημα δεύτερο, ότι δεν βαθμολογεί, δεν επιβάλλει ποινές, δεν αγχώνει με εξετάσεις, άρα δεν προκαλεί την αποστροφή των «σπουδαστών» του· τα παιδιά μας νιώθουν ελεύθερα στο Ιντερνετ ή μπροστά στην τηλεόραση, όχι στο σχολείο. Πλεονέκτημα τρίτο, συναφές, ότι στη Μεγάλη των Μήντια Σχολή δεν αναγνωρίζουμε κανένα στοιχείο καταναγκασμού· φοιτάς σε αυτήν, τυπικά, με την ελεύθερη βούλησή σου, όποτε θέλεις, σε όποιο τμήμα επιθυμείς· παίρνεις δηλαδή χωρίς να δίνεις, πέρα από το χρόνο σου εννοείται, κι ένα κομμάτι της ψυχής σου, έστω κι αν αυτό δεν γίνεται αμέσως αντιληπτό.

Μια πρώιμη συσχέτιση του Τύπου με την παιδεία έγινε από τον Φρήντριχ Νίτσε το 1872: «Στη δημοσιογραφική κοίτη εκβάλλουν και οι δύο τάσεις: η εξάπλωση και η αποδυνάμωση της παιδείας δίνουν εδώ η μία το χέρι στην άλλη. Το δημοσιογραφικό έντυπο παίρνει τώρα τη θέση της παιδείας [...]. Στην εφημερίδα κορυφώνονται οι ιδιότυποι μορφωτικοί στόχοι της εποχής μας. Και κατά τον ίδιο τρόπο, τη θέση του εκλεκτού [Genius] που είναι ο Οδηγητής κάθε εποχής, αυτός που τη λυτρώνει από το προσκαιρινό, την έχει πάρει ο δημοσιογράφος, ο υπηρέτης της στιγμής. Πέστε μου τώρα εσείς, έξοχε δάσκαλέ μου, τι ελπίδες μπορώ να έχω στον αγώνα εναντίον αυτής της διαστροφής κάθε σωστής προσπάθειας για παιδεία, μιας διαστροφής που τη διαπιστώνουμε παντού; Με τι θάρρος θα εμφανιστώ εγώ, ένας δάσκαλος μόνος μου, όταν ξέρω ότι πάνω από κάθε σπόρο αληθινής παιδείας που έχω σπείρει, θα περάσει αμέσως με τρόπο ανελέητο ο οδοστρωτήρας της ψευδοπαιδείας και θα τον συνθλίψει; Αναλογιστείτε πόσο ανώφελη είναι ακόμα και η πιο εντατική δουλειά κάθε δασκάλου που προσπαθεί να οδηγήσει τον μαθητή προς τα πίσω, στον ατέλειωτα μακρινό και δυσπρόσιτο κόσμο της Ελλάδας, στην αυθεντική πατρίδα της παιδείας. Αφού ο μαθητής αυτός την άλλη ώρα θα πιάσει στα χέρια του μια εφημερίδα ή έστω κάποιο από τα “μορφωτικά” βιβλία που ακόμη και στο ύφος τους έχει αποτυπωθεί το αηδιαστικό έμβλημα της σύγχρονης εκπαιδευτικής βαρβαρότητας» (στο βιβλίο «Το μέλλον της παιδείας μας», μτφρ. Ν.Μ. Σκουτερόπουλος, εκδ. Ροές, 1980).

Εύκολα φανταζόμαστε τι κεραυνούς θα εξαπέλυε ο Νίτσε αν ζούσε σήμερα, αν ζούσε δηλαδή μέσα στην τηλεόραση. Εύκολα επίσης φανταζόμαστε τον θυμό του όταν θα διαπίστωνε ότι, μακριά πια από τον καιρό που η εφημερίδα ήταν «η καθημερινή προσευχή του αστού», η τηλεόραση έγινε εκκλησία παμμεγέθης, όπου λατρεύεται η δημοσιογραφία, η «μοντέρνα θεότητα» του Μπαλζάκ. Πρόκειται μάλιστα για μια εκκλησία που, ενώ παραμένει λατρευτικός χώρος γεμάτος κίβδηλα είδωλα, επιχειρεί να υποκαταστήσει την πάλαι ποτέ Εκκλησία του Δήμου, προσποιούμενη πως εκφέρει την αυθεντική φωνή του λαού. Δύσκολα, πάντως, φανταζόμαστε έναν σύγχρονο εκπαιδευτικό που να μη νιώθει απόγνωση όποτε συλλογίζεται και αυτός ότι οι προσπάθειές του είναι σαν των Τρώων: όση δουλειά κι αν κάνει, θα την εξανεμίσει ο «οδοστρωτήρας της ψευδοπαιδείας». Παρά την οργή του, ο Νίτσε δεν μηδενίζει τη σημασία της δημοσιογραφίας αφού σημειώνει ότι στην δημοσιογραφική κοίτη εκβάλλει και η εξάπλωση της παιδείας, όχι μόνο η αποδυνάμωσή της. 

Σε πολλές περιόδους και χώρες, ο Τύπος λειτούργησε παιδευτικά, διαφωτιστικά, επαναστατικά, κι αυτό δεν πρέπει να το σβήνουμε με τη γομολάστιχα που μας προσφέρει η τωρινή εναντίωσή μας στην παντοκρατορία των μήντια. Οι συλλήβδην καταδίκες είναι εκ προοιμίου άδικες. Δεν είναι πάντως άδικο να πούμε ότι συχνά οι δημοσιογράφοι λησμονούν πως είναι «υπηρέτες της στιγμής» και, μεθυσμένοι από τη δύναμη που πέφτει στα απαράσκευα χέρια τους, φέρονται σαν μικροί θεοί. Ιδού λοιπόν ένα πρώτο απαράδεκτο «πρότυπο»: το πρότυπο της επηρμένης πανεπιστημοσύνης που επιτρέπει σ’ εμάς τους δημοσιογράφους να φοράμε τα γυαλιά σε συνταγματολόγους τη Δευτέρα, σε σεισμολόγους την Τρίτη, σε επιδημιολόγους την Τετάρτη, σε εκπαιδευτικούς την Πέμπτη, σε δασοπυροσβέστες την Παρασκευή, σε μετεωρολόγους το Σάββατο, σε θεολόγους την Κυριακή, μέρα που ’ναι, και στους πολιτικούς όλη τη βδομάδα.

Μακάρι να ήταν αυτό το μόνο αρνητικό πρότυπο που διακινεί ο Τύπος. Αίφνης, ποιο πρότυπο διαλόγου προωθούν οι λογομαχίες που πολλές φορές στήνονται, ώστε να ερεθιστεί το κοινό, να μην αλλάξει κανάλι; Ποιο πρότυπο σεβασμού της ζωής προάγεται όταν κάθε καταναλωτής τηλεόρασης καταπίνει δεκάδες χιλιάδες σκηνές ακρότατης βίας και θανάτου ώς την εφηβεία του, εθιζόμενος στην απαξίωση της ζωής και στη σχετικοποίηση του θανάτου; Aπό ποιο πρότυπο φιλοξενίας, το χριστιανικό και το «αγαπάτε αλλήλους» ή το αρχαιοελληνικό και τον Ξένιο Δία, απορρέει η συνήθεια να χρησιμοποιούνται τίτλοι αρνητικής χροιάς στα ρεπορτάζ που αφορούν μετανάστες, μια συνήθεια πιστοποιημένη και μαθηματικά πια, από τις σχετικές πανεπιστημιακές έρευνες; [...]   Ποιο μοντέλο για τη γυναίκα, αλλά και για τον άντρα έναντι της γυναίκας, προτείνεται με τη μετεωρολόγο Πετρούλα ή με τις ημίγυμνες κοπελιές που χρησιμοποιούνται σαν ένσαρκη διακόσμηση του άρρενος τηλεοικοδεσπότη; Ποιο πρότυπο φιλάθλου υπηρετούν τα σεξιστικά πρωτοσέλιδα των αθλητικών εφημερίδων και ποιο πρότυπο πολίτη έχουν υπόψη τους όσα φύλλα και κανάλια στρώνουν την πραγματικότητα στην προκρούστεια κλίνη του συμφεροντολογικού κομματισμού τους; Ποιο πρότυπο αυτοσεβασμού προωθούν εκπομπές σαν τη «Στιγμή της αλήθειας», όπου για να επιβραβευτεί ο παίκτης πρέπει να αυτοδιαπομπευτεί δημοσίως; Ποιο πολιτιστικό πρότυπο επιβάλλεται από τους διαύλους όταν το 2005 - 2006 τα ιδιωτικά κανάλια αφιέρωσαν στον τομέα «Τέχνες/Πολιτισμός» ποσοστό χρόνου κυμαινόμενο από 0,1% έως 1,9%, το 2006 - 2007 ποσοστό από 0,1% έως 1,7% και το 2007 - 2008 ένα ποσοστό ακόμα μικρότερο, αφού στο Μέγκα αναλογεί ένα 0,6%, στο ΑΛΦΑ ένα 0,3%, στο ΣΤΑΡ ένα 0,2% και στο Αλτερ ένα 0,1%; Δεδομένες είναι οι απαντήσεις σε όλα αυτά τα ερωτήματα. Το κακό όμως είναι ότι έχουμε να κάνουμε μ’ εκείνη τη σπάνια περίπτωση όπου η ορθή απάντηση δεν λύνει το πρόβλημα αλλά απλώς επιβεβαιώνει την ύπαρξη και τη διαιώνισή του.

Παντελής   Μπουκάλας
Εφημερίδα   Καθημερινή

Δεν υπάρχουν σχόλια: