H πλατεία τα είχε όλα. Οικογενειάρχες και φρικιά, μεσήλικες και πιτσιρικάδες με λάπτοπ και νοικοκυρές με κατσαρόλες. Και φιλάθλους που ήρθαν από το γήπεδο, και αναρχικούς που έχουν ρουφήξει δακρυγόνα, και αριστεριστές που έχουν λιώσει παπούτσια σε διαδηλώσεις, και απολίτικους που έχουν λιώσει τον καναπέ μπροστά στο play station. Και αμεσοδημοκράτες ουτοπιστές και ακροδεξιούς χρυσαυγίτες. Είχε και ενεργούς, νομοταγείς, αξιοπρεπείς πολίτες που πονάνε βαθιά την τριπλή αποτυχία: η πατρίδα σε κατάρρευση, το βιοτικό επίπεδο σε ελεύθερη πτώση, η πολιτεία ανίκανη να κλείσει μέσα έστω κι έναν διεφθαρμένο πολιτικό. Είχε και νέους, που μάζεψαν πτυχία, γλώσσες και προσόντα, αλλά βρίσκουν πόρτες κλειστές και μένουν ακόμα στο παιδικό τους δωμάτιο. Και οικογενειάρχες που η ζωή τους βυθίστηκε όταν ο διευθυντής τούς ανακοίνωσε ότι απολύονται. Και μαγαζάτορες που κατέβασαν τα ρολά, και επαγγελματίες που θέλουν να κλείσουν τα μάτια και να ξυπνήσουν ξανά στο 2007, με το καινούριο τζιπ, τις διακοπές στη Μύκονο και το κινητό τελευταίας τεχνολογίας. Είχε και καφενόβιους και ταβλαδόρους και αιώνιους μπουρδολόγους των φοιτητικών συνελεύσεων. Και πενηντάρηδες συνταξιούχους των ΔΕΚΟ και του Δημοσίου (άφθονος ελεύθερος χρόνος) που σουλατσάρουν βρίζοντας το Μνημόνιο και τους «προδότες πολιτικούς». Αλλά και ομάδες απειλητικές με χαρακτηριστικά φασίζοντος όχλου, φάτσες παραμορφωμένες από τη μισαλλοδοξία, έτοιμες να λυντσάρουν αδιακρίτως όποιον «αναγνωρίσιμο» βρεθεί μπροστά τους. Βροντερή η βουή της πλατείας, αλλά όποιος έχει επίγνωση γνωρίζει τα όριά της.
Η πλατεία είναι βαρόμετρο (ενίοτε βυθόμετρο) της κοινωνίας, αλλά δεν είναι οδηγός. Η πλατεία δίνει φωνή στην οργή, αλλά η πλατεία δεν έχει πάντα δίκιο. Πριν από τριάντα χρόνια η πλατεία βροντοφώναζε «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο», προτού οι γενναιόδωρες κοινοτικές ενισχύσεις στείλουν το σύνθημα στα αζήτητα. Δύο δεκαετίες πριν, οι πλατείες βοούσαν από τα συλλαλητήρια του Μακεδονικού, που μας εγκλώβισαν στον εθνικό μαξιμαλισμό και στην πιο αυτιστική διπλωματική ήττα της τελευταίας εικοσαετίας. Δέκα χρόνια πριν, ξανά οι πλατείες γέμισαν με χιλιάδες διαδηλωτές, της αριστεράς, του βαθέος ΠΑΣΟΚ και των συνδικάτων, που υποχρέωσαν άρον-άρον την κυβέρνηση Σημίτη να εγκαταλείψει την ασφαλιστική μεταρρύθμιση για να μη θιγούν τα κεκτημένα των ρετιρέ. Την επικράτηση της πλατείας πληρώνουμε όλοι σήμερα.
Οι διαδηλώσεις του πλήθους δεν φτιάχνουν πάντα διαπραγματευτικά ατού προς το εξωτερικό. Συχνότατα αλυσοδένουν την πολιτική σε μια πτωτική πορεία χαμένων ευκαιριών. Και τώρα, ξανά, η πλατεία βροντοφωνάζει: «δεν χρωστάω, δεν πουλάω, δεν πληρώνω». Σύνθημα αποκαλυπτικό, καθώς συνοψίζει τα δύο κακά που συνέβαλαν καθοριστικά στην κατάντια μας: άρνηση του νόμου και άρνηση της πραγματικότητας. Και χρωστάμε, και πουλάμε και θα πληρώσουμε, αν αυτό χρειάζεται για να επιβιώσουμε. Αλλά οι εκπρόσωποι οφείλουν να απαντήσουν με γενναιότητα στο ένα και ουσιαστικό μήνυμα της πλατείας: να ηγηθούν με το παράδειγμα. Να ξεκινήσουν τις θυσίες από τον εαυτό τους, να μειώσουν προνόμια και ασυλίες, τους 300 σε 200, να εξυγιάνουν την εκλογική διαδικασία, να φτιάξουν λειτουργικό Σύνταγμα. Δυο πράγματα αξιώνει η πλατεία: γενναία πολιτική ανασύνταξη και ανώδυνη δραπέτευση από την κρίση χρέους. Ηγεσία ευθύνης σε καιρό μάχης σημαίνει οι εκπρόσωποι να βρουν τη δύναμη να ψηφίσουν το πρώτο και να αψηφήσουν το δεύτερο. Ακόμα και αν σημαίνει ότι δεν θα ξαναπιούν αμέριμνοι τσίπουρα στα καφενεία της περιφέρειάς τους.
Κάποιοι λείπουν από την πλατεία. Η σιωπηρή πλειονότητα, οι πρωτοπορίες και οι πολύτιμες εφεδρείες απουσιάζουν. Μοχθούντες, νέοι και επερχόμενοι. Βλέπουν μπροστά, πέρα από τα πρόσκαιρα συντρίμμια, την Ελλάδα να στέκει με ισοτιμία και αξιοπρέπεια στον πυρήνα της Ευρώπης, όχι σαν πονηρός ζήτουλας που αφού έφαγε και ήπιε ψάχνει τρόπο να γλιτώσει τον λογαριασμό. Προσπαθούν να καταλάβουν τι έφταιξε, κάνοντας την αυτοκριτική τους. Υπομένουν στωικά, ύφεση είναι θα περάσει, η ζωή θα συνεχιστεί, θέλουν να είναι έτοιμοι. Ανασυντάσσονται παραγωγικά, εμπλουτίζουν το ανθρώπινο κεφάλαιό τους. Πιτσιρικάδες, κομπιουτεράδες, απόφοιτοι, άνεργοι, δικτυώνονται, ανταλλάσσουν ιδέες, αναζητούν την επόμενη επιχειρηματική καινοτομία. Βουτάνε σε συζητήσεις, ακούν, διαβάζουν, κατεβάζουν. Μερικοί θυμούνται κάποια στρέμματα στο χωριό και επιστρέφουν να καλλιεργήσουν πρότυπες καλλιέργειες. Άλλοι μετατρέπουν αγροτόσπιτα σε υποδειγματικούς ξενώνες, αξιοποιώντας το Διαδίκτυο για να φτάσουν σε επιλεγμένες διεθνείς πελατείες. Και άλλοι, στενάζοντας από τους φόρους και την πιστωτική ασφυξία, παλεύουν να κρατήσουν στη ζωή υγιείς επιχειρήσεις και θέσεις εργασίας, τρέμοντας στη σκέψη μιας εθνικής χρεοκοπίας που θα σήμαινε ολοκληρωτική καταστροφή. Άλλοι πάλι φτιάχνουν τις βαλίτσες και φεύγουν στο εξωτερικό, με τη σιωπηρή υπόσχεση να επιστρέψουν όταν τα πράγματα καλυτερέψουν. Γιατί θα καλυτερέψουν.
Το μήνυμα του Συντάγματος βρίσκεται πέρα από τις κραυγές και τις μούτζες της πλατείας. Όσοι αντλούν από την πλατεία πρόταση οικονομικής πολιτικής ξεχνούν ότι οι βουλευτές ορκίστηκαν πίστη στο δημόσιο συμφέρον, δηλαδή την αυτονόητη υποχρέωση να αγνοήσουν το πλήθος και να σώσουν τη χώρα από τη χρεοκοπία. Όσοι, όμως, θεωρούν ότι μπορούν να συνεχίσουν να πολιτεύονται σαν τον παλιό καλό καιρό, με ανώδυνες ρετσέτες και κόλπα, επιβεβαιώνοντας μια διεθνή εικόνα χώρας αδιόρθωτης, ανώριμης και αναξιόπιστης, χαϊδεύοντας εκλογικές πελατείες και αρνούμενοι τις εθνικές τους ευθύνες, αυτοί δεν κατάλαβαν τίποτα από το μήνυμα της οργισμένης πλατείας και θα τη βρουν μπροστά τους.
Γιώργος Παγουλάτος
Εφημερίδα Καθημερινή
Ο κ. Γ. Παγουλάτος είναι καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής και Οικονομίας στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Προτάθηκε από το φιλόλογο Παναγιώτη Μητρούλια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου