
Συντακτικό Φαινόμενο : Δευτερεύουσες Προτάσεις
Ἀλλὰ γὰρ οὐκ οἶδ΄ ὅ τι δεῖ τοιαῦτα ὀλοφύρεσθαι· οὐ γὰρ ἐλανθάνομεν ἡμᾶς αὐτοὺς ὄντες θνητοί· ὥστε τί δεῖ͵ ἃ πάλαι προσεδοκῶμεν πείσεσθαι͵ ὑπὲρ τούτων νῦν ἄχθεσθαι͵ ἢ λίαν οὕτω βαρέως φέρειν ἐπὶ ταῖς τῆς φύσεως συμφοραῖς͵ ἐπισταμένους ὅτι ὁ θάνατος κοινὸς καὶ τοῖς χειρίστοις καὶ τοῖς βελτίστοις; οὔτε γὰρ τοὺς πονηροὺς ὑπερορᾷ οὔτε τοὺς ἀγαθοὺς θαυμάζει͵ ἀλλ΄ ἴσον ἑαυτὸν παρέχει πᾶσιν. Εἰ μὲν γὰρ οἷόν τε ἦν τοῖς τοὺς ἐν τῷ πολέμῳ κινδύνους διαφυγοῦσιν ἀθανάτους εἶναι τὸν λοιπὸν χρόνον͵ ἄξιον ἦν τοῖς ζῶσι τὸν ἅπαντα χρόνον πενθεῖν τοὺς τεθνεῶτας· νῦν δὲ ἥ τε φύσις καὶ νόσων ἥττων καὶ γήρως͵ ὅ τε δαίμων ὁ τὴν ἡμετέραν μοῖραν εἰληχὼς ἀπαραίτητος . ὥστε προσήκει τούτους εὐδαιμονεστάτους ἡγεῖσθαι͵ οἵτινες ὑπὲρ μεγίστων καὶ καλλίστων κινδυνεύσαντες οὕτω τὸν βίον ἐτελεύτησαν͵ οὐκ ἐπιτρέψαντες περὶ αὑτῶν τῇ τύχῃ οὐδ΄ ἀναμείναντες τὸν αὐτόματον θάνατον͵ ἀλλ΄ ἐκλεξάμενοι τὸν κάλλιστον.
Λυσίας, Ἐπιτάφιος τοῖς Κορινθίων βοηθοῖς, 77 - 79
Εισαγωγικό σημείωμα
Ο λόγος αυτός του Λυσία εκφωνήθηκε προς τιμήν των πεσόντων Αθηναίων σε μάχη το 392 π.χ. κατά τη διάρκεια του Κορινθιακού πολέμου ( 395 - 386 π.χ ). Τότε είχαν συνασπιστεί εναντίον των Σπαρτιατών οι Αθηναίοι, οι Κορίνθιοι, οι θηβαίοι, οι Αργείοι κ. ά. Στο συγκεκριμένο χωρίο, τονίζεται η σημασία του ένδοξου θανάτου στη μάχη.
Λεξιλόγιο
οἶδ΄ : γνωρίζω
δεῖ : πρέπει
ὀλοφύρομαι : θρηνώ, κλαίω με στεναγμούς, οδύρομαι
λανθάνω + αιτιατική προσώπου + κατηγορηματική μετοχή : διαφεύγω την προσοχή κάποιου, περνώ απαρατήρητος από κάποιον
πάλαι : προ πολλού, παλιά, πρωτύτερα
πείσεσθαι < απαρέμφατο μέλλοντα του « πάσχω»
ἄχθομαι : λυπάμαι, στενοχωριέμαι, αγανακτώ, δυσανασχετώ
λίαν : πολύ
βαρέως φέρω : λυπάμαι, αγανακτώ, θλίβομαι
ἐπίσταμαι : γνωρίζω καλά
ὑπεροράω -ῶ : παραβλέπω, περιφρονώ
οἷόν τε ἦν < οἷόν τέ ἐστι : είναι δυνατό ( απρόσωπη έκφραση)
τοὺς τεθνεῶτας : τους πεθαμένους ( θνῄσκω )
ἥττων : συγκριτικός βαθμός του επιθέτου « μικρός»
εἰληχὼς < μετοχή παρακειμένου του λαγχάνω : λαμβάνω με κλήρο ή από την τύχη ή από τους θεούς / αναλαμβάνω με κλήρο δημόσιο αξίωμα
ἀπαραίτητος : αναπόφευκτος, αμείλικτος, ανελέητος
προσήκει : ταιριάζει
ἡγέομαι – οῦμαι + αιτιατική προσώπου + κατηγορούμενο : Θεωρώ κάποιον …
τελευτάω - ῶ : εκτελώ κάτι, τελειώνω / πεθαίνω
οὐ ἐπιτρέψαντες περὶ αὑτῶν τῇ τύχῃ : δεν εμπιστεύτηκαν τον εαυτό τους στην τύχη
αὐτόματος, η, ον και ος, ον : φυσικός, αυτός που συμβαίνει από μόνος του, αυτόματος
Ανιχνευτικά ερωτήματα για την κατανόηση του κειμένου
- Ποια είναι η αρχική θέση του συγγραφέα, πώς τη στηρίζει και σε ποιο συμπέρασμα καταλήγει;
- Να εντοπίσετε τα δομικά μέρη της παραγράφου.
- Με ποιο τρόπο αναπτύσσεται η παράγραφος ;
- Ποιος είναι ο κύριος τρόπος πειθούς και ποια τα μέσα πειθούς ;
Συντακτικές Επισημάνσεις
ὅ τι δεῖ τοιαῦτα ὀλοφύρεσθαι : πλάγια ερωτηματική πρόταση σε θέση αντικειμένου στο « οὐκ οἶδ΄».
ὄντες : κατηγορηματική μετοχή
ὥστε τί δεῖ͵ ὑπὲρ τούτων νῦν ἄχθεσθαι͵ ἢ λίαν οὕτω βαρέως φέρειν ἐπὶ ταῖς τῆς φύσεως συμφοραῖς͵ ἐπισταμένους : κύρια ερωτηματική πρόταση
ἐπισταμένους : εναντιωματική μετοχή
ὅτι ὁ θάνατος κοινὸς καὶ τοῖς χειρίστοις καὶ τοῖς βελτίστοις : δευτερεύουσα ειδική πρόταση
κοινὸς : κατηγορούμενο
τοῖς χειρίστοις καὶ τοῖς βελτίστοις : δοτικές αντικειμενικές από το «κοινός»
ἴσον : κατηγορούμενο στο « ἑαυτόν»
Εἰ μὲν γὰρ οἷόν τε ἦν τοῖς τοὺς ἐν τῷ πολέμῳ κινδύνους διαφυγοῦσιν ἀθανάτους εἶναι τὸν λοιπὸν χρόνον͵ ἄξιον ἦν τοῖς ζῶσι τὸν ἅπαντα χρόνον πενθεῖν τοὺς τεθνεῶτας·
εἶναι : τελικό απαρέμφατο σε θέση υποκειμένου στην απρόσωπη έκφραση «οἷόν τε ἦν»
πενθεῖν : τελικό απαρέμφατο σε θέση υποκειμένου στην απρόσωπη έκφραση «ἄξιον ἦν»
τοῖς ζῶσι : επιθετική μετοχή σε θέση δοτικής προσωπικής
νόσων καὶ γήρως : γενικές συγκριτικές από το « ἥττων»
ὅ τε δαίμων ὁ τὴν ἡμετέραν μοῖραν εἰληχὼς ἀπαραίτητος : ὅ τε δαίμων ὁ εἰληχὼς τὴν ἡμετέραν μοῖραν ἀπαραίτητος ( ἐστί )
ὥστε προσήκει τούτους εὐδαιμονεστάτους ἡγεῖσθαι : ὥστε προσήκει ἡγεῖσθαι τούτους ( αντικείμενο ) εὐδαιμονεστάτους ( κατηγορούμενο )
Μετάφραση
Δε γνωρίζω, βέβαια, για ποιο λόγο πρέπει να θρηνούμε έτσι. Δε μας διέφευγε ότι είμαστε θνητοί. Γιατί πρέπει λοιπόν για όσα από παλιά περιμέναμε ότι θα πάθουμε, γι΄ αυτά τώρα να στενοχωριόμαστε ή τόσο πολύ να δυσανασχετούμε για τις φυσικές συμφορές, ενώ γνωρίζουμε ότι ο θάνατος είναι κοινός και για τους χειρότερους και για τους καλύτερους ; Γιατί ούτε τους πονηρούς περιφρονεί ούτε τους καλούς θαυμάζει, αλλά συμπεριφέρεται σε όλους ίδια. Αν λοιπόν ήταν δυνατόν όσοι διαφύγουν τους κινδύνους στον πόλεμο να μείνουν αθάνατοι τον υπόλοιπο χρόνο, θα άξιζε οι ζωντανοί να πενθούν αιώνια τους πεθαμένους. Τώρα όμως η ανθρώπινη φύση αποδεικνύεται πιο αδύναμη και από τις αρρώστιες και από τα γηρατειά και ο δαίμονας που έχει στα χέρια του τη μοίρα μας είναι ανελέητος. Ταιριάζει, συνεπώς, να θεωρούμε πολύ ευτυχείς αυτούς που, αφού κινδύνευσαν για τα μεγαλύτερα και τα ωραιότερα αγαθά, πέθαναν έτσι, χωρίς να εμπιστευτούν τον εαυτό τους στην τύχη, χωρίς να περιμένουν το φυσικό θάνατο, αλλά επιλέγοντας τον ωραιότερο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου